Μοναξιά

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Το χτήνος το πολύκαιρο, της μοναξιάς η σμέρνα,
που σε θαλάμι του μυαλού, άραχλο, λημεριάζει,
μου φαίνεται, με τον καιρό, πως χρώματα αλλάζει,
κάθε που πέφτει, πάνω του, το φως απ' τη λουσέρνα.

Απ' το γιατάκι του, κλεφτά, τα μάτια παγωμένα,
στυλώνει πάνω στο πυκνό των φουσκαλίδων γνέφι,
που σε μερέντια έρημα, το πάθος μου, το τρέφει,
για μια βουτιά, στης μνήμης μου σκαριά σαρακωμένα.

Σαν φιδοστρίβει το κορμί με τ’ ογκωτό κεφάλι,
κατέχω το, πως λαχταρά, μαζί μου να καλάρει,
κι από το ρέμα να συρθεί, κι αλάργα να σκερτσάρει,
από τις μίνες, που πικρή, έχ’ απ’ αντέτι, αγκάλη.

Δε σκιάζομαι, με ανοιχτά σαγόνια, που στιμάρει,
το κάθε μου φουντάρισμα σ’ ερέβικες τραγάνες,
εκεί, που λαθρακιάζουνε ελπίδες ψυχοπλάνες,
πέτσικες, που το τζένιο μου, είχανε συνεπάρει.

Φοβούμαι, μόνο, μην, αργά και με κλειστό το στόμα,
φτάσει μια ώρα και συρθεί, στην κούπα με τ’ αψέντι,
που χρόνια τώρα τ’ όρισα, στ’ απόσπερνα αφέντη,
για να μου δίνει όρντινα, προτού συρθώ στο στρώμα.

Εκεί, στο μισοσκόταδο, τα λάγνα του τα μάτια,
επίμονα, θα μου ζητούν, να δώσω του μερίδα,
από βρεσίδια σε βυθούς, όπου δεν φτάν’ αχτίδα,
και θα θρασομανά, ευθύς, σαν οσμιστεί κεσάτια.

Μα ‘γώ, κατέχω, πως αυτό, δεν είν’ παρά τερτίπι,
αφού τους τόπους άφησε, που έχει συνηθίσει,
κι εδώ δεν ήλθε, σίγουρα, απλά για να πενθήσει…
Αναίτια που πλανήθηκε, το τερμενίζει λύπη…

Κειο το στοιχιό, που κάποιοι λεν, πως σμίγει με τα φίδια,
και μου ‘χει γίνει μπιστικό, ωσάν χαδιάρα σκύλα,
θ’ αδράξω το ποτήρι μου, και στης καρδιάς τα φύλλα,
θα στείλω το με μια γουλιά, να γύρει στα σκοτίδια.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 01-09-2020