Ο γητευτής των φιδιών

Δημιουργός: ftx, Ευτύχης Χαιρετάκης

Επειδή δε δέχτηκε το σχόλιό μου για τον spil: Φίλε, μην αποχωρείς κι εσύ... είναι σαν να μας έχεις καλέσει να τα πιούμε, και στο τέλος να λείπεις. Δεν είναι σωστό!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info


Σ'ένα παζάρι αντίκρυσαν τα μάτια μου μαγεία,
μες στην πλατεία του Ισμαήλ, πρωί Παρασκευή,
χρόνια πριν ο Προφήτης του την ονομάσει αργία,
πρώτη φορά που μ'έφεραν τ'άστρα στη Νινευΐ.

Πάγκοι με βότανα ή σπαθιά, υφάσματα καινούργια,
μπαχάρια, τρόφιμα, φωνές, και ό,τι άλλο σκεφτείς,
ακούω γκαρίζουν νευρικά πέντε μικρά γαϊδούρια,
καθώς σιμά τους των φιδιών περνάει ο γητευτής.

Μικροί-μεγάλοι ανοίγουνε το δρόμο να περάσει,
βλέπει πως όλοι τον κοιτούν, κι αυτάρεσκα μειδιά,
πώς τού'ρθε και στα ψέματα, έτσι, για να γελάσει,
κάνει πως παραπάτησε πάνω σε δυο παιδιά.

Το ψάθινο καλάθι του το ακούμπησε στο χώμα
ξεσκέπαστο, και κάθισε μπροστά του καταγής,
κι ως όπου το σουραύλι του να φέρει μες στο στόμα,
- ήταν-δεν ήταν - μια στιγμή απόλυτης σιγής.

Αρχίζοντας το μαγικό σκοπό του να σφυρίζει,
με το κεφάλι του έκανε κινήσεις ρυθμικές,
κι όλη η πλατεία με μια φωνή κι ένα αχ καλωσορίζει
δυο κόμπρες, που προβάλανε ψηλά, βασιλικές.

Σηκώθηκε στα πόδια του, κι εκείνες ορθωθήκαν,
λικνίζοντας τ'αγέρωχα, περήφανα κορμιά,
κι από δεκάδες στόματα ψίθυροι που ακουστήκαν:
Θηρία! Μπορεί να φτάνουνε δυο πήχεις κάθε μια!

Μέσα κοιτώντας τες βαθιά στο υπνωτικό τους βλέμμα,
πισωπατούσε σταθερά χαϊδεύοντας τη γη,
κι εγώ κοιτούσα αμίλητος, με παγωμένο το αίμα,
καθώς απ'το καλάθι τους τα φίδια είχανε βγει.

Μες απ'τον κόσμο πέρασε, το γύρο της πλατείας,
που σαστισμένος έμενε απ'το φόβο του ενεός,
συγχώρεση από τους θεούς της όποιας μου αμαρτίας
ζήτησα, καθώς πέρναγε και από εμένα εμπρός.

Έχω περάσει από βουνά και πέλαγα από τότες,
μα αυτό που εκεί μαρτύρησα, δεν τό'δα πουθενά,
τα φίδια υπακούγοντας στου σουραυλιού τις νότες,
στην ψάθινή τους φυλακή γυρίσανε ξανά!

Όταν από το φόβο μου κι από τη ζάλη βγήκα,
- μπορεί και να περάσανε κοντά δέκα λεπτά -
μες στο παζάρι έψαξα τον γητευτή και βρήκα,
που από τον κόσμο ζήταγε και μάζευε λεφτά.

Έτρεξα και τον πρόλαβα, το χέρι να τού σφίξω,
που είδα ήτανε κατάστικτο φιδιών δαγκωματιές,
και το καλάθι μ'άφησε δυο δάχτυλα ν'ανοίξω,
κι είδα τα μάτια τα σκιστά πως πέταγαν φωτιές.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-07-2004