Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Λιβαδιωτικη Ψυχη

Λιβαδιωτικη Ψυχη

Δημιουργός: kostas maris, Κώστας Μιχαήλ Μαρής (Kosmima)

*** Έμμετρος αλληγορικώς ειρμός, αφιερωμένος στους Απανταχού Αντάρτο-Καλλιτέχνες Λιβαδιώτες …

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

ΛΙΒΑΔΙΩΤΙΚΗ ΨΥΧΗ (Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020)

Παίρνει η ψυχή μου τα βουνά, μ’ αντάρτη αέρα ξεκινά από την γ-κάτω Βρύση
τα μερακλίδικα πουλιά, να βρει και κάθε ν-τως φωλιά μ’ αθούς να τη στολίσει
δε θα γυρέψει στα στενά του Άδη, που ‘ναι σκοτεινά, στη γη θα προπατήσει
να βρει τσ’ αντάρτες του ντουνιά και μη μαλώσετε παιδιά αν γ-κάποιον λησμονήσει,
είναι πολλοί, τόσοι πολλοί στων Λιβαδιών την γ-κτήση …
Παντίχνει ομπρός τσοι χορευτές στσι Λιβαδιώτικες πλαγιές και τσοι καλωσορίζει
ποιοι ‘ν’ όλοι εκείνοι θα σας πει, για μυστικό δεν ν-το κρατεί, εξάλλου τσοι γνωρίζει :
πρώτα τον Μπάμπη τον γ-Κιαγιά παντίχνει που ‘ναι στην μ-πλαγιά του Δία μετοχάρη
το Νίκο του Παππά μετά, Μαρή απ’ τα Μαριννιανά,
τον Όμιλο του Λάζαρου και του Μανώλη Χνάρη …
Μετά λυράρηδες θωρεί με βλέμμα αγνό όπως προχωρεί και νιώθει ευγνωμοσύνη
π’ ανηφορίζει τα στενά, στα Λιβαδιώτικα βουνά, είναι τιμή για ‘κείνη :
Το Γιώργη Βάμβουκα-Φλασκή, το γίγαντα που κατοικεί εις στο σκολιό από κάτω
το Συνολάκη τον γ-Κωστή, τον Κωτσαλέ ως επικρατεί, παντίχνει παρακάτω
το Βρουβο-Γιάννη Σωπασή, μα και το Νίκο Σωπασή, τον γ-Κλάδο Μπούργο-Γιώργη
τον Οδυσσέα τον γ-Κιαγιά και το Χριστοθωμά Κιαγιά
τον γ-Ξαστεριά, παντίχνει ε-κει-α και το Μαρή το Γιώργη …
Πετσοτανίζω την μ-ψυχή καθώς οργώνει α-μοναχή το άγιο χώμα τούτο
θωρεί στην άκρη τση στροφής, μαντολινάρηδες δυο τρεις κι άλλους με το λαγούτο :
Ο Στριλιγκάς ο Νικολής, ο Συνολάκης Νικολής και ο Μαρής Διονύσης,
ο Παύλος ο Κουγιουμουτζής και ο Βασίλης Σωπασής,
Νικομανώλης Νύκταρης, τραγουδιστές επίσης …
Σεργιάνι κι άλλο ξεκινά, τούτη η ψυχή που δε γερνά κι ακολουθεί τα ίχνη
εναπομείναντες ποιητές, των στίχων περιηγητές, περήφανα παντίχνει :
στην γ-κάτω Βρύση προχωρεί τον γ-Κώστα Μιχαήλ Μαρή θωρεί στον αϊ-Γιώργη
και παίρνει την ανηφοριά για να παντίξει τον γ-Κιαγιά η το Σταμάτο-Γιώργη
κι από ‘κει-ας στη μεσοχωριά τον γ-Κλάδο ανταμώνει ‘κει-α τον γ-Κατραμπούζο-Γιάννη
τον γ-Καραμπότσο τον γ-Κωστή το Σωπασή πλια παρακεί θωρεί και σάλτο κάνει
το Χνάρη Ηλία βλέπει εκεί με το Χναρόχρηστο μαζί στη δίνη των γραμμένων
κι άλλων μ-πολλών Λιβαδιωτών που σ’ άγνωστα χαρτιά λοιπόν σκορπιούνται των ανέμων
του Πατακού το Νικολή Καλυβιανάκη, το Μαρή του Κινεζό-Παμείνη
το Γιώργη κι έτε-ς το Γιαλέ Μιχάλη Κόκκινο καλέ,
Καλένιο κι όλοι υπηρετούν την μ-ποιητική σαγήνη …
Μα ‘ναι κι αθρώποι πλια μικροί, γιγάντιοι δράκοι ταπεινοί, τ’ α-μάτι ε-δεν ν-τζοι πιάνει
χωρίς στεφάνι στην μ-πληγή σαν ν-τον αντάρτη το Μαρή, ναι ! τον γ-Κατσιά το Γιάννη
που πολεμήσανε για γη, με πορφυρό δρεπάνι …
Τούτη η ψυχή δε σταματά, ανελωμή και σαματά με κάθε τρόπο κάνει
κι ας το προλόγισε-ν αυτό, δεν ν-το ‘χει να μην μπει πρεπό στου Άδη το σεργιάνι
νταρντίζει τ’ άβατα στενά, ταξίδι στ’ άγνωρο κινά να βρει και να παντίξει
τσοι μερακλήδες που ‘ναι κει-α, τσ’ αντάρτες για τη λευτεριά, τη χέρα ν-τως να σφίξει
Μπαίνει στου Άδη τα στενά, με περηφάνια σεργιανά και περισσό καμάρι
θωρεί δυο πρωτοχορευτές : το Γιώργη Κόκκινο Γιαλέ, μα και το Γιώργη Χνάρη
οργανοπαίχτες δυνατούς που παίζανε παλιούς σκοπούς, με προοπτική κι ελπίδα
Βάμβουκα Αντρέα δηλαδή και το Λυράρη κι ευειδή τον γ-Κλάδο Λεωνίδα
στιχοποιούς και ποιητές που ‘χουν οργώσει τσι γραφές με μαστοριά κι ευθύνη
η το Σταμάτη τον γ-Κιαγιά και το Μανώλη Στριλιγκά το γέρο τον γ-Κοΐνη
τον Πατατούτο συναντά Ηλία Κλάδο κι εφιστά την μ-προσοχή περίσσα
και τον Βαρδιάμπαση Κωστή, αυτούς π’ οργώσανε τη γη
και τώρα ανθοφορούνε εκεί μέσα στα κυπαρίσσα …
Κι άλλους αντάρτες συναντά στα δύσβατα που περπατά στενά σοκάκια του Άδη
που ‘πεσαν για τη λευτεριά με Λιβαδιώτικη καρδιά, στου χάρου το σημάδι
σ’ Αρκάδι, αντίσταση Εθνική, στο Λατζιμά, για πάντα εκεί, στην εθελοθυσία
δίνοντας μάχη μη χαθεί η λευτεριά κι αφανιστεί η ανθρώπινη αξία :
το Γιάννη Σωπασή θωρεί, τον γ-Κούβο όπως προχωρεί εις τ’ Αρκαδιού το λάκκο
που πάλεψε για λευτεριά αυτός, μαζί με τον γ-Κιαγιά το Βαλεργοκυριάκο
μαζί τον γ-Κόκκινο Παππά, το Νικολή που ταραχτά αρχίνηξε απ’ την γ-Κράνα
κι έστεσε μπέτη στην ν-Τουρκιά, για την ερχόμενη γενιά,
για την μ-παντέρμη λευτεριά και την μ-πατρίδα Μάνα …
Τούτη η γδυμνή ψυχή βογκά, σαρώνει κάστρα και βουνά κι ονόματα γυρεύει
π’ αρματωθήκανε γερά, μ’ όπλα πανίσχυρα, ιερά στα μαυροφόρα ερέβη :
με την ορμή του κεραυνού Νύκταρης Γιώργης τ’ Αστρινού, Μάνος Κιαγιάς τ’ Αντώνη
μ’ αντρίκια φλογερή ψυχή, Γιώργης Μαρής του Μιχαήλ κι 26 ακόμη
με τ’ άρμα αμάλαγης θωριάς, Κινεζοδράκος και Παπάς, Ντρούλος και Βελογιώργης
με φλέγμα πίστης κι αντοχής, Μικρογληγόρης κι άλλος γ-ης, ο Συνολάκης Γιώργης
με περηφανεμένο φως, Νύκταρης Μάνος, Μπίκατσος, Βάγγος Κιαγιάς τ’ Αντώνη
μ’ ευλαβική πνοή ψυχής, Μπαρμπούνης και Πετροστελής και άλλοι ν-τόσοι ακόμη
μ’ αντάρτες για μπροστάρηδες Χαρίτος απ’ τσοι Χνάρηδες κι ακόμη 2 παρόντες
με φλόγα κι άγριο τσαμπουκά, Κριγιάρης. Γιώργης Βάμβουκας, ηρωικοί ιππότες
με πείσμα κι όραμα ιαχής, Βαμβουκας Μπάμπης, Τυλιχτής και Μπατζακομιχάλης
μ’ όλο αταλάντευτη ψυχή, Κλάδος Νικόλας κι Εμμανουήλ, Φουντούλης και Καψάλης
μ’ ύμνους τρανούς κι αντάρτηδες, Δράκος από τσοι Κλάδηδες, Ζάρφης, Συλλαμιανάκης
με περηφάνια κι οίστρο αιχμής, Χνάρης Μανώλης κι άλλος γ-ης, ο Κλαδοβασιλάκης
Πόσους δεν είδε-ν η ψυχή, μέσα στη βουλισμένη γη που πάλεψαν αντάμα
απ’ τα Λιβάδια σα’ θεριά, μα κι απ’ τα υπόλοιπα χωριά τα Ζωνιανά, την γ-Κράνα :
όπως τον-ε ξανάπα ομπρός, του Σωπασωδημήτρη ο γιος ο οπλαρχηγός ο Γιάννης
με μαχητών καθάριο φως, ο Κωνσταντίνος Γαλανός κι ο Θεοδωρής Ιωάννης
με λευτεριάς ανάταση, ο Γιώργης ο Βαρδιάμπασης κι ο Νίκος Κολομπάκης
μ’ ευθύνη ατρόμητης ψυχής, Μάνος, Μιχαήλ, Κουγιουμουτζής κι ο Μήτσος Ζαχαράκης
με περηφάνια κι άγιο φως, ο Γιώργης ο Καλυβιανός κι ο Γιώργης Κοντογιάννης
με πείσμα και πυγμή αντοχής, ο Κωνσταντίνος Νύκταρης κι ο Κόκκινος Ιωάννης
με της ελπίδας τον αχό, Ζάχος, Βασίλης Σφακιανός κι ακόμη ένας Μιχάλης
μ’ αλήθεια και πνοή αρετής, Χνάρης Μανώλης και Κωστής και ο Χναρομιχάλης
μ’ εμπιστοσύνη προοπτικής, Κίσσανδρος Ζέρβος και Κωστής, Σταμάτης Μαυρογιάννης
μ’ όραμα κι άγγιγμα ψυχής, Γιώργης, Αντώνης, Νικολής, Κρις, Νικηφόρος Γιάννης
με το τραγούδι τσ’ εποχής, δυο Μάρκοι, ο Κουγιουμουτζής κι ο Κλαδοβασιλάκης
με πόθους μουσαφίρηδες, δυο Γεώργιοι Παρασύρηδες και δυο Καλυβιανάκης
με πάθος τόσο ευφρόσυνο, Κωστής, Δημήτρης Κόκκινος, Κουνιέρης κι άλλος Γιάννης
μ’ όρθρο πυρρίχιο, ορόσημο, είν’ ο Κιαγιάς Γεώργιος, Μηνάς και Ιωάννης
με πίστη, ελπίδα και πυγμή, οι τέσσερεις Κοκκινιανοί, με μαστοριά μεγάλη
με φλέβα λευτεριάς δεινής, Κυριάκος, Μάνος, Ηρακλής, Γιώργης και είναι κι άλλοι
μ’ ελπίδες αετονύχηδες, δυο Σταύροι Παρασύρηδες, , Μανούσος κι Ιωάννης
με φλόγα εμβρόντητης πηγής, ο Γιώργης ο Κουγιουμουτζής, Βάμβουκας Γιώργης, Γιάννης
μ’ ανταρτοπόλεμα φτερά, Μπαμπούκας Γιάννης στη σειρά κι ο Βάσος ο Πυρίνος
με βήμα εμπόλεμης κραυγής, ο Παπαδάκης Εμμανουήλ, μαχόμενος κι εκείνος
με λιονταρίσιο στεναγμό, Καλογεράκης, Σύνολος και Παρασύρης Μάνος
για την τιμή τση λευτεριάς Γεώργιος Κλίνης και Κιαγιάς,
πολέμησαν στα χώματα π’ ορέχτηκε ο σουλτάνος …
Τα ’μπλεξε-ν η ψυχή θαρρώ που ντάκαρε με το χορό και των μ-ποιητών την μ-πένα
μα η Ιστορία δε γελά, δε γράφεται με φραμπαλά, μα με μπαρούτι κι αίμα
τούτη η ψυχή δε σταματά να ψάχνει ονόματα βαριά κι αν γ-ξέχασε γ-κιανένα
μιαν επισύναψη-ν αρκεί να το χωρέσει δηλαδή,
τούτη η παράξενη ψυχή κι εκείνο στα γραμμένα …

*** Στίχοι : “k©sm!m@” ***

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-12-2020