Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
τίτλος: Θα γραφεί στο τέλος -5-

τίτλος: Θα γραφεί στο τέλος -5-

Δημιουργός: Gitana mia, Γ.Τ.

Φύση: Ζωή και Δέος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ο Μορφέας κατάφερε και τύλιξε στο πέπλο του την Ουρανία.Ξημερώματα με τα μάτια κλειστά ακόμη μεταφέρθηκε στα παιδικά της χρόνια.
Ήταν καλοκαίρι. Ο ήλιος έλαμπε και η Ουρανίτσα, μαζί με τον πατέρα και τον παππού της βρίσκονταν στο βουνό. Η μέρα όμως πέρασε και άρχισε να σουρουπώνει και σε λίγο ο πατέρας της θα ξεκινούσε το άρμεγμα των αιγοπροβάτων. Όπως πάντα καθόταν σε μια μεγάλη πέτρα και έπαιρνε ένα ένα τα πρόβατα για άρμεγμα. Μπροστά στα πόδια του το καρδάρι έτοιμο να δεχτεί το ζεστό γάλα των ζώων. Ολόκληρη ιεροτελεστία το άρμεγμα. Το βέλασμα των ζώων ακουγόταν παντού. Ο παππούς κατεύθυνε τα πρόβατα και ο πατέρας έπιασε δουλειά. Η Ουρανίτσα κοιτούσε και περίμενε υπομονετικά. Ήθελε να δει και να μυρίσει από κοντά το ζεστό γάλα.

-Ουρανίτσα, έλα κάθισε εδώ κοντά σ αυτή την πέτρα, ακούστηκε ο πατέρας της. Θα βλέπεις καλύτερα, συμπλήρωσε. Μόλις τέλειωσε το άρμεγμα πήρε ένα μικρότερο σκεύος και έριξε λίγο ζεστό γάλα μέσα.
Θέλεις να δοκιμάσεις; Τη ρώτησε.
Δεν ξέρω, απάντησε η μικρή. Όμως θέλω να το μυρίσω, πρόσθεσε. Έσκυψε πάνω απ το σκεύος. Μύριζε έντονα το γάλα. Της έκανε εντύπωση η ζέστη που ανέβλυζε. Περίεργο, αναρωτήθηκε, είναι ζεστό. Σουρούπωσε για τα καλά. Σήμερα θα κοιμόταν στην καλύβα. Για πρώτη φορά. Αφού είχαν τελειώσει οι δικοί της με τις δουλειές, άνοιξε ο παππούς την πορτούλα της καλύβας και της έγνεψε να μπει πρώτη. Ίσα ίσα που χωρούσαν τρεις νοματαίοι. Για την ακρίβεια δυόμισι αφού η Ουρανίτσα δε λογιούνταν για άτομο. Τα μάτια της πέσανε στα δυο αυτοσχέδια κρεβάτια, κατάχαμα. Φτιαγμένα από παλιά κιλίμια, στρατιωτικές χλαίνες και ακριβώς στη μέση, στο ύψος που έφταναν τα κεφάλια όποιων κοιμόντουσαν, υπήρχε μια πυροστιά. Πολλές φορές ακόμη και το καλοκαίρι, ιδίως τα πρωινά, χρειαζόταν λίγη φωτιά για να ζεσταθούν. Άλλες πάλι φορές, χρειαζόταν κάτι να μαγειρέψουν. Μικρά τηγανάκια και κατσαρολάκια, τα λεγόμενα κακαβούλια, κρέμονταν από μια αυτοσχέδια κρεμάστρα φτιαγμένη από σύρμα πάνω στα σταθερά κομμάτια της πλινθόκτιστης καλύβας που τη στόλιζε το άχυρο στη σκεπή. Μια γωνιά κοσμούσαν οι μπούκλες, τα ξύλινα δοχεία που κρατούσαν δροσερό νερό και παραπέρα κρεμασμένοι οι τορβάδες. Σε μια μεριά κρέμονταν τα μαλιότα, μάλλινες κάπες με κουκούλα, που σκέπαζαν τους βοσκούς τα κρύα βράδια. Το πιο μικρό διάλεξε ο παππούς για κείνη.
-Άιντε, Ουρανίτσα, πάρε αυτό και σκεπάσου. Ήρθε η ώρα για ύπνο, της είπε ο παππούς.
Απλωσε το κορμάκι της, εκεί δεν είχε την πολυτέλεια για μια πιτζαμούλα, και σκεπάστηκε με το μαλιότο. Την ηρεμία του μυαλού της διέκοψε η μουσική που ακούστηκε από ένα μικρό τρανζιστοράκι, φερμένο σουβενίρ απ τη Γερμανία, του πατέρα της.
https://www.youtube.com/watch?v=-Tx-uCOD4YY
Ο ήχος της γκάιντας πλημμύρισε το χώρο. Ένας ήχος που δεν έπαψε ποτέ να μιλά στην καρδιά της Ουρανίας. Ακόμη και τότε που η Ουρανίτσα έγινε Ράνια, για να είναι in, όπως λέγανε στα χρόνια της εφηβείας της.
Στο δεύτερο τραγούδι, ένα ηπειρώτικο, λίγο πριν την πάρει ο ύπνος άκουσε το βαθύ αναστεναγμό του παππού της. Κάτι σα νοσταλγία της φάνηκε αλλά δεν έδωσε παραπάνω σημασία και αποκοιμήθηκε.
https://www.youtube.com/watch?v=wLlm33vLM-U

Κελαηδήματα πουλιών, σε ένα μοναδικό πρελούδιο της φύσης, έκανε τα βλέφαρα της να σαλέψουν. Απ' τις χαραμάδες έμπαινε ελάχιστο φως της αυγής.
-Παππού; Φώναξε ,μα απάντηση δεν πήρε. Κοιμόταν ακόμη εκείνος. Είδε τον πατέρα της να σαλεύει κάτω στα ποδαράκια της που κούρνιαξε για να της αφήσει χώρο να κοιμηθεί άνετα εκείνη. Ένας περίεργος θόρυβος απ την πάνω μεριά του κεφαλιού της της τράβηξε την προσοχή. Γύρισε και τι να δει. Στο κέντρο της πυροστιάς υπήρχε κάτι που έμοιαζε σαν την κοζανίτικη πίτα το κιχί. Σηκώνεται απότομα επάνω και αστραπιαία αρχίζει να τσιρίζει. Πανικόβλητοι , πατέρας και γιος, σηκώθηκαν επάνω, ακολούθησαν το βλέμμα της και προσπάθησαν να την καθησυχάσουν.
Ο πατέρας της, παίρνοντας την αγκαλιά , της είπε πως συχνά στην καλύβα ερχόντουσαν φίδια, εκεί πολλές φορές γινόταν το καταφύγι τους. Η Ουρανίτσα, έβλεπε μια τον πατέρα και μια το κουλουριασμένο φίδι με μάτια γεμάτα έκπληξη και δέος σ αυτήν την τρομερή εικόνα που αντίκριζε. Δε θα μπορούσε να μην είναι τρομερή η εικόνα αυτή για ένα μικρό κοριτσάκι.

https://www.youtube.com/watch?v=N-NGweGO3WA

(Συνεχίζεται )

Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-02-2021