Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
τίτλος: Θα γραφτεί στο τέλος -6-

τίτλος: Θα γραφτεί στο τέλος -6-

Δημιουργός: Gitana mia, Γ.Τ.

Τα τετράποδα ζώα, οι πιο πιστοί φίλοι μας!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Πέρασε η ώρα αλλά στο μυαλό της Ουρανίτσας στριφογύριζε εκείνο το μεγάλο κουλουριασμένο φίδι. Κοιμήθηκα με ένα φίδι πάνω απ το κεφάλι μου, σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν.
Με τον παππού ανηφόριζε για τη μικρή πηγή που βρισκόταν στην πλαγιά του βουνού. Εκεί ο παππούς με περίσσια φροντίδα άπλωσε τα ξυριστικά του. Ένα κουτάκι από Zwan. Μέσα εκεί φύλαγε το τετράγωνο καφέ κουτάκι με τις λεπίδες και την χειρολαβή που τις τοποθετούσε για να ξυριστεί. Παραδίπλα, ήταν τοποθετημένο ένα μικρό πράσινο σαπούνι, για να κάνει τη σαπουνάδα. Και πάνω απ αυτά το πινέλο. Ένα καλοσχηματισμένο σκούρο καφέ πινέλο , στο ίδιο χρώμα με το κουτάκι των λεπίδων.
-Παππού, γιατί δεν το σκοτώσαμε; Τον ρώτησε.
-Ποιο , της αποκρίθηκε εκείνος
-Το φίδι παππού, το φίδι!
-Δε θα σε πείραζε Ουρανίτσα, δεν πειράζει κανέναν ακόμη και ένα φίδι αν δεν το πειράξεις πρώτα εσύ. Να ξέρεις, πώς τα φίδια είναι οι φύλακες που μας γλιτώνουν από πολλά, και φέρνει μεγάλη γρουσουζιά να σκοτώσεις φίδι μέσα στην εστία σου.
Δεν καταλάβαινε για πολλά χρόνια αυτό που της είχε πει ο παππούς της. Με περίτεχνο τρόπο κοίταζε τον παππού της να ξυρίζεται βλέποντας τον εαυτό του σε ένα μικρό σπασμένο κομμάτι καθρέφτη, ότι είχε απομείνει από κάποιον μεγάλο καθρέφτη, που είχε βγάλει από άλλη μια θήκη που κουβαλούσε μαζί του.

Την προσοχή της τράβηξε η Μαργαρίτα. Αρχισε με τη μουσούδα της να σκαλίζει τον τορβά του παππού. Σήκωσε το χέρι της και την χάιδεψε. Ήταν όμορφη η Μαργαρίτα. Μια άσπρη κατσίκα με ένα μοναδικό σημάδι μαύρο πάνω στο μέτωπο της. Της έκανε πολλές φορές συντροφιά. Θυμάται, η Ουρανίτσα, πως μετά από κάποια χρόνια,χωρίς να γνωρίζει τον λόγο, την έσφαξαν την καημένη. Και μάλιστα τη μαγείρεψε η μάνα της.
-Μαμά μη το κάνεις! Μη την ψήνεις! Δε θα φάω!, φώναζε η έρμη η Ουρανίτσα στη μαμά της. Εκείνη δεν την άκουσε. Είχε θυμό μέσα της. Αυτό θυμάται τώρα. Είχε θυμό για τους μεγάλους που δεν άκουγαν τι ήθελε ένα παιδί. Όπως και τότε, όταν κάποιο χειμώνα , είχε γυρίσει απ το σχολείο.

-Ρόμπι! Ρόμπι!, μαμά που είναι ο Ρόμπι; Ρωτάει
-Ουρανίτσα, το δώσαμε το γατάκι, της απάντησε η μάνα της. Πήγαινε στο κατώι , έκανε παντού βρωμιές. Το ήθελε ένας κύριος και το δώσαμε.
-Να πάτε να το πάρετε! Μ΄ακούς μαμά; Να πάτε να το πάρετε. Είναι δικός μου ο Ρόμπι! Δε με ρωτήσατε! Γιατί; Γιατί; , έλεγε η Ουρανίτσα πνιγμένη στα δάκρυα.

Πήγε η μάνα να ετοιμάσει το φαγητό. Αραγε καταλάβαινε πως πονούσε η Ουρανίτσα; Την ακουσε κάποια στιγμή να την καλεί να πάει να φάει. – Δε θέλω να φάω, θέλω τον Ρόμπι μου.

Ο Ρόμπι ήταν ένα γατάκι με χρυσαφί τρίχωμα. Το βρήκε στο δρόμο , η Ουρανίτσα , νεογέννητο, σε άσχημη κατάσταση και το συμμάζεψε στο σπίτι. Είχε αποκτήσει έναν φίλο. Του μιλούσε και του χάιδευε το τρίχωμα. Εκείνος απολάμβανε τα χάδια της χωρίς να βγάλει κίχ. Ήταν αχώριστοι. Όταν η Ουρανίτσα πήγαινε βόλτα, εκείνο την ακολουθούσε. Είχαν γίνει αχώριστοι.
Δυο μέρες δεν έφαγε η Ουρανίτσα. Την πρώτη μέρα, δεν ήθελε να πάει στο σχολείο. Προφασίστηκε πως πονούσε η κοιλιά της και η μητέρα της θέλησε να τη θερμομετρήσει. Εκείνη κάτω απ τα στρωσίδια έτριβε το θερμόμετρο στην μάλλινη κουβέρτα. Έρχεται η μανα της για να το πάρει και τι να δει! Τριανταοχτώ και τρία.
-Ουρανίτσα δε θα πας σχολείο σήμερα, έχεις πυρετό, της δήλωσε η μάνα της. Όμως, παρόλο που εκείνη κατάφερε να μην πάει στο σχολείο, για δυο μέρες δεν έφαγε και ζητούσε να της φέρουν πίσω τον Ρόμπι.
Ο πατέρας της της είχε μεγάλη αδυναμία. Έβλεπε τη μικρούλα του και καταλάβαινε. Μάλλον, είχε καταλάβει πως ήταν άδικοι τόσο με την κόρη τους όσο και με τον Ρόμπι. Ετσι την τρίτη μέρα της έφεραν τον Ρόμπι. Δεν τους ρώτησε τίποτε άλλο. Δεν την ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή. Αργότερα, μετά από μήνες έμαθε την αλήθεια. Δεν τον είχαν δώσει πουθενά. Ο πατέρας τον είχε πάει στο δάσος και τον άφησε μέσα στις φυλλωσιές. Εκεί τον άφησε και εκεί τον βρήκε. Στο ίδιο σημείο. Λες! Λες και περίμενε πως θα έρθουν να τον ξαναπάρουν. Και κάθισε εκεί , στο ίδιο σημείο για να τον βρουν.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 06-03-2021