Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Παιδικό Παραμύθι (η Ευπραξία κι ο Προκόπης)

Παιδικό Παραμύθι (η Ευπραξία κι ο Προκόπης)

Δημιουργός: Μάϊκ Χίτζ, Κωνσταντίνος Καλλιγέρης

https://www.youtube.com/watch?v=g400U_2pI60

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μια φορά κι έναν καιρό, σ΄ ένα μακρινό μέρος, στην άκρη κάποιου χωριού, ζούσε με τους γονείς της μια πεντάμορφη κοπέλα.
Ήταν ξανθιά, με γλυκά γαλανά μάτια, μαύρα φρύδια, κοράλλινα χείλη και υπέροχο σώμα !
Η κοπέλα αυτή ήταν μοναχοπαίδι, χαϊδεμένη και κακομαθημένη αλλά και τετραπέρατη !
Το όνομά της ήταν Ευπραξία αλλά επειδή ήταν τεμπέλα και δεν έκανε τίποτα, πολλοί την φώναζαν κοροϊδευτικά «Απραξία» !
Σχεδόν όλη τη μέρα καθόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι ή στον καναπέ και χουζούρευε !
Δεν είχε μάθει να μαγειρεύει ούτε να συγυρίζει ούτε να πλένει ούτε να σκουπίζει !
Ακόμα και νερό όταν ήθελε να πιει, ζητούσε από τη μάνα της να της φέρει !
………………………………………………………………………………………………………
-Άμα παντρευτείς, ποιος θα κάνει τις δουλειές του σπιτιού σου; Την ρωτούσε ο μπαμπάς της.
-Εγώ θα παντρευτώ πλούσιο κύρη που θα με έχει μ΄ όλα μου τα σωστά και θα μου φέρνει και μια υπηρέτρια για τις δουλειές, απαντούσε !
-Ευπραξία, έλα να σου μάθω να κεντάς ωραία εργόχειρα, της έλεγε η γιαγιά της.
-Γιατί να μάθω να φτιάχνω εργόχειρα; Και δεν πάω να αγοράσω έτοιμα; Πιο πολύ θα ευχαριστηθώ, έλεγε!
Η οκνηρία της, έγινε με τον καιρό ο καημός των γονιών της και τους βασάνιζε.
-Γυναίκα, έχω μια υποψία ότι η μονάκριβή μας είναι ακαμάτρα, έλεγε ο πατέρας της στη μάνα της.
-Το γνωρίζω αλλά εμείς φταίμε γι΄ αυτό, του αποκρινόταν.
………………………………………………………………………………………………………
Έτυχε τώρα στο ίδιο χωριό αλλά στην άλλη πλευρά του, να ζει ένας νέος κι αυτός με την οικογένειά του, δηλαδή με τους γονείς και τ΄ αδέλφια του.
Κατά σύμπτωση κι ο νέος αυτός, που λεγόταν Προκόπης, ήταν καλό παιδί μεν, τεμπέλης δε, αφού αντί να δουλεύει, ξάπλωνε ολημερίς φαρδύς-πλατύς στη σκιά ενός δέντρου (ελιάς) που υπήρχε στην αυλή του σπιτιού του και την άραζε.
Ξαπλωμένος εκεί και μόνο που έβλεπε να περνούν απ΄ έξω οι εργάτες που πηγαινοέρχονταν στις δουλειές τους, ένιωθε κουρασμένος !
Και μάλιστα σκεφτόταν ότι αν αξιωθεί μια μέρα να γίνει πλούσιος και να έχει όλα τα καλά του κόσμου, πάλι θα έχει σκοτούρες αφού θα πρέπει να μετράει τα πλούτη του, που είναι πολύ κουραστική δουλειά!
Με λίγα λόγια, ο Προκόπης ήταν …ανεπρόκοπος!
……………………………………………………………………………………………………….
Μια μέρα που σεργιανούσε στο χωριό για να περάσει η ώρα του, πέρασε έξω από το σπίτι της Ευπραξίας, την είδε στο μπαλκόνι του σπιτιού της, γοητεύτηκε απ΄ τα κάλλη της και την ερωτεύτηκε.
«Αυτή είναι ένα όνειρο εμορφιάς» είπε από μέσα του.
Μια και δυο, πάει την άλλη μέρα στον πατέρα της να τη ζητήσει σε γάμο.
Αυτός, αφού ρώτησε πρώτα την κόρη του αν της άρεσε ο Προκόπης και αν τον ήθελε για άντρα της, πήρε τη συγκατάθεσή της και μετά ρώτησε τον υποψήφιο γαμπρό τι δουλειά κάνει αλλά τον άκουσε να του τα «μασάει».
-Να, λέει, ξέρετε, εγώ ψάχνω για δουλειά αλλά ένεκα η ανεργία την σήμερον ημέρα, δεν μπορώ να βρω…
Ο πατέρας της Ευπραξίας κατάλαβε αμέσως ότι ο Προκόπης ήταν ακαμάτης και πριν ολοκληρώσει τη φράση του, τον διέκοψε.
-Καλά, καλά, κατάλαβα. Νέε μου, του λέει, κοίταξε να δεις, για να είμαι δίκαιος μαζί σου, φαίνεσαι βέβαια καλό παιδί αλλά φοβούμαι ότι αν πάρεις την κόρη μου για γυναίκα σου, εσείς οι δυο δεν θ΄ανοίξετε σπίτι.
-Και τι θ΄ ανοίξουμε δηλαδή;
-Μάλλον τεμπελχανείο !
Μετά από αυτό, ο Προκόπης έφυγε στενοχωρημένος και ντροπιασμένος, γιατί κατάλαβε ότι είχε δίκιο ο μέλλων πεθερός του, αποφασισμένος όμως να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να αλλάξει την τύχη του και να μπορέσει να παντρευτεί την αγαπημένη του.
……………………………………………………………………………………………………….
Ο Προκόπης ανήκε στους ανθρώπους που πιστεύουν στα όνειρα !
Συγκεκριμένα, έλεγε στους φίλους του (και το υποστήριζε) ότι τα όνειρα ενσαρκώνουν τις επιθυμίες μας και ότι τα καλά όνειρά του συχνά έβγαιναν κι αληθινά !
Όταν έφυγε από το σπίτι της Ευπραξίας, θυμήθηκε ότι πριν λίγες μέρες (νύχτες μάλλον) είχε δει στον ύπνο του ότι σε ένα ακαλλιέργητο χωράφι του παππού του, υπήρχε κρυμμένος, από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ένας θησαυρός από χρυσές λίρες μεγάλης αξίας.
Σκέφτηκε λοιπόν να πάει να ψάξει να βρει τον θησαυρό για να γίνει πλούσιος άκοπα και γρήγορα, χωρίς να χρειάζεται να δουλεύει.
......................................................................................................
Μετά από δυο μέρες, πήρε τα απαραίτητα σύνεργα για την «επιχείρηση» που είχε βάλει στο μυαλό του.
Αφού περιπλανήθηκε για λίγο, βρήκε το χωράφι και άρχισε με την αξίνα του να το σκάβει.
Έσκαβε απ΄ το πρωί μέχρι που βασίλεψε ο ήλιος, ίδρωσε, κουράστηκε, δεν βρήκε τίποτα αλλά δεν απογοητεύτηκε.
Ήταν σίγουρος ότι αργά ή γρήγορα θα έβρισκε τον θησαυρό και το όνειρο του θα γινόταν πραγματικότητα.
Και μάλιστα, στον πατέρα του, που όταν τον είδε, απόρησε και τον ρώτησε γιατί σκάβει και αν σκοπεύει να φυτέψει κάτι, αυτός απάντησε αόριστα και κατόρθωσε να υπεκφύγει, χωρίς να φανερώσει το μυστικό του και τον σκοπό του σκαψίματος !
Έτσι, την άλλη μέρα συνέχισε απτόητος να σκάβει αλλά ύστερα από μία εβδομάδα, δεν είχε βρει τίποτα !
Αποκαρδιωμένος λίγο, ήρθε σε δίλημμα αν θα έπρεπε να συνεχίσει ή να τα παρατήσει.
Τότε (για να μην πάει χαμένος ο κόπος του αφού είχε μπροστά του ένα σκαμμένο χωράφι), η κούτρα του κατέβασε μια φαεινή ιδέα:
«Βρε, δεν το σπέρνω καλύτερα, σκέφτηκε ! Κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει»!
Πράγματι, το έσπειρε και όταν έπεσαν βροχές, μεγάλωσαν τα στάχυα και σιγά-σιγά μέστωσαν !
Χαρούμενος πια ο Προκόπης και έχοντας σχεδόν ξεχάσει τον αρχικό σκοπό του σκαψίματος, θέρισε κι έβγαλε τους καρπούς, τους μάζεψε, τους έβαλε σ΄ ένα κοφίνι, πήγε στην αγορά, τους πούλησε και έβγαλε μπόλικους παράδες.
………………………………………………………………………………………………………
Συνέχισε την ίδια δουλειά, έγινε ο πιο εργατικός νέος (αγρότης) του χωριού και μια μέρα, σίγουρος πια για τον εαυτό του, ξαναπήγε στο σπίτι της Ευπραξίας για να την ζητήσει σε γάμο.
Είχε περάσει καιρός από την προηγούμενη φορά και ωστόσο η κοπέλα αυτή όχι μόνο είχε μάθει να κάνει καλά όλες τις δουλειές του σπιτιού αλλά είχε γίνει πραγματική χρυσοχέρα, γιατί είχε συνειδητοποιήσει ότι έτσι πρέπει να είναι μια καλή σύζυγος !
Μόλις τον είδε, παρόλο που δεν είχε πάψει να τον σκέφτεται και να τον θέλει για άντρα της, παραξενεύτηκε.
-Ήρθα να ζητήσω απ΄ τον πατέρα σου να σε πάρω μαζί μου, να γίνεις κυρά κι αρχόντισσά μου, της είπε χαμογελώντας !
Μετά, είδε τον μπαμπά της, τα μιλήσανε, τα συμφωνήσανε κι αυτός του είπε:
-Με την ευχή μου, γιε μου! Θέλω όμως να μου την προσέχεις και να την κάνεις ευτυχισμένη!
Έτσι λοιπόν, η Ευπραξία (που έπαψε να είναι απραξία) και ο Προκόπης (που έπαψε να είναι ανεπρόκοπος) παντρεύτηκαν και από τότε έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα !
…………………………………………………………………………………
(Άσχετο: Ο σκύλος
δεν νιαουρίζει
όπως κι ο γάτος
που δεν γαβγίζει…)

Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-03-2021