Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Αφορμή για μια ιστορία

Αφορμή για μια ιστορία

Δημιουργός: Skylight, Σταμάτης Βαρσάμος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Η αφορμή

Δένουν το σώμα μου δεσμά,
υποχρεώσεις και δουλειά,
και δε μ’ αφήνουν να πετάξω στα ουράνια.

Έχει η σκέψη μου λουριά,
και κάθε τόσο με τραβά,
να υπολογίζω μοναχά, κάτι μ’ ασφάλεια.

Γεννήθηκα ελεύθερος, να πάω όπου ορίζω,
μα τελικά μια φυλακή μου έχτισα στο γκρίζο,
για σκέψεις μου αιχμάλωτες που προσδοκούν στο μέλλον,
και σίγουρα παράλογες, είναι γιατί έχουν θέλω...!

Πάλι περίεργα τα λέω, σε λίγο θα σας πιάσει ανία,
και προσπαθώ να το προλάβω, φτιάχνοντας μία ιστορία,
πάλι το ίδιο θέμα θα ‘χει, τη φυλακή μες στο μυαλό,
και με ποιο τρόπο μας κρατάει, φυλακισμένους το Εγώ.

Η ιστορία

Σ’ ένα νησί, τρεις ναυαγοί, τους ξέβρασε το κύμα,
ο ένας ήταν βασιλιάς, ο άλλος ιπποκόμος,
τον τρίτο μόνου του θεού, τον ένοιαζε ο δρόμος,
και για να ζήσει έκανε ότι κι ο ταχυδρόμος

Αυτοί οι τρεις βρεθήκανε και ψάξαν να σωθούνε,
γρήγορα αποφάσισαν πως θα συνεργαστούνε,
ένας θα πιάσει το θεό, μια χάρη να ζητήσει,
κι ο βασιλιάς, ως Βασιλιάς, πρέπει να διοικήσει.

Ο Ιπποκόμος ήταν λιγάκι ευτυχισμένος,
ήτανε βλέπεις ζωντανός και ταλαιπωρημένος,
και σκέφτηκε τι ξέρω εγώ; Εγώ θα διοικούμαι,
θα κάνω τη δουλίτσα μου κι οι άλλοι θα σκεφτούνε…

Κι έτσι πέρασε ο καιρός κι απάντηση καμία,
δεν τους απάντησε ο θεός για μια δεκαετία,
κι ιπποκόμος τώρα πια, λίγο έχει μεγαλώσει,
κι ακόμα περισσότερο έχει μεστώσει γνώση.

Ο Βασιλιάς τις διαταγές σκέπτετε που θα δώσει
νερό – φαΐ, φαΐ – νερό, αυτές έχει εδραιώσει,
και τους αφήνουμε μετά, περνάν τριάντα χρόνια,
κάθονται και οι τρείς μαζί, με γερασμένο σώμα.

Και πρώτα λέει ο βασιλιάς πετώντας την κορώνα,
“Βαριά ήταν στο κεφάλι μου, όλα αυτά τα χρόνια,
έχασα μια ζωή να ζω, και ζούσα για να λέω,
έτσι εγώ δε βίωσα, τίποτα το σπουδαίο…”

Ανάθεμα η ανάγκη μου (του να αποκτήσω κι άλλα),
μ΄ έκανε σα χρυσόψαρο, να ζω μέσα σε γυάλα!»
Τότε συμφώνησε σ’ αυτό μαζί του ο μοναχός,
και από μέσα του έψαχνε να αγγίξει λίγο φως.

Είπε : “Κι εγώ πλανεύτηκα, με τόση δοξασία,
τόσες φορές Τον ρώτησα κι ακόμα έχω απορία,
υπάρχει τελικά σκοπός; Υπάρχει κάποια ουσία
ή όλα είναι της ζωής, κάποια διαδικασία;

Δε λέω μου ‘δειξε το φως, κράτησε την ελπίδα,
μα δίχως αποτέλεσμα, αυτό είναι η παγίδα.
Έπρεπε να ‘μουνα μαζί κι εγώ να βοηθήσω,
να βρω τα ξύλα και μετά μια βάρκα να μας χτίσω.

Ο ιπποκόμος σιωπηλός, εδώ και λίγα χρόνια,
δακρύζει και στα χέρια του κρατάει λίγο χώμα,
και τους φωνάζει “ Άθλιοι! Που είναι ο θεός;
Εγώ με εσάς σπατάλησα το ίδιο μου το βιός!

Όσο σας έφερνα φαί, έκανα τη δουλειά σας,
εσείς σωστά δεν κάνατε, καθήκοντα δικά σας!”
“-Και ποιος νομίζεις φταίει γι αυτό; Μην είμαστε γελοίοι,
το βασιλιά σ’ ένα χωρίο τον κάνουν οι πληβείοι. “

“Και τους ποιμένες στο χωριό, πρόβατα τους ορίζουν,
αφού αυτά αυτόβουλα, ακολουθούν… Νομίζω…”
“-Ήθελα να ‘μαι ασφαλής, (είπε ο ιπποκόμος)
και πίστεψα δύο αρετές, όπου, θεός και νόμος…

Μα δίχως ανταπόκριση απ’ το θεό καμία,
και δίχως νόμο να μπορεί να δώσει σωτηρία,
ρωτάω για απάντηση, ψάχνω ισσοροπία,
γιατί ποτέ δεν ένοιωσα, πως είν’ η ελευθερία;”

Τώρα σιωπή, και κάπου εδώ, σα να ναι μια ταινία,
φτιάχνω ένα ηλιοβασίλεμα με λυρικά στοιχεία,
είναι πορφυροκόκκινο, θυμίζει λίγο φλόγα,
κι έτσι η ιστορία μου, στέρεψε από λόγια…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-08-2021