Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Βερβερίτσες

Βερβερίτσες

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλό κυριακάτικο βράδυ σε όλες και σε όλους. Με το καλό η καινούργια βδομάδα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μεστώνουν οι καλαμποκιές, στα ζαγγανά λαχίδια,
σαν δίνουνε οι τριφυλλιές, το τρίτο τους μπερκέτι.
Και του Δριμάρη συγνεφιές, το έχουν για αντέτι,
να λαχταρούν τις μπαμπακιές, με πίζουλα παιχνίδια.

Στα πλαγερά γουρμάζουνε, φιρίκια και κυδώνια,
στ’ απόκορφα, τα κάστανα, ως είναι τους κισμέτι,
κι οι γρανιτσιές που σιάχνουνε των σύραχων τη χαίτη,
τα βελανίδια θρέφουνε, στ' απλόσκιωτα βραχιόνια.

Κοντοπετούν τα φτερωτά, μες στη στερνή τους πρόνοια,
για τσίμπο ανεμάρπαστο, ως πέφτει το μερέτι,
και βερβερίτσες, δυο, πυρές, γραμμένες, το σεκλέτι,
τις τρώει και βαθολογούν, σε καρυδιάς τα κλώνια.

Σιμοτινές αχνιάζουνε, και λεν' η μια στην άλλη:
«Καλά που τα πορέβουμε σε τούτα ‘δω τα δέντρα,
ποτές της, δε μας όσκρωσε, λιμάγρας η βουκέντρα,
τη σιγουράντσα νοιώθουμε, σε θροφερήν αγκάλη.

Ο τόπος που ορίζουμε, με καρπικά μας φραίνει,
μύγδαλα, γλυκοπύρουνα, τετράστηλα καρύδια,
μήλα κυλιντροσούσουμα, γλυκόχυμα απίδια,
βελάνι και το κάρπινο, που γάβρος ανασταίνει.»

«Ασπρούδια, μαυροστάφυλα, ως μολογούν γερόντια,
κάποτες τα γευτήκανε, χαβούτσια, διακονιάρα,
και τις χλεμπόνες περβολιών, μα, μεις, με τη σαμάρα,
απ’ τις βρυσσιές, αλλάζουμε, άργαση για τα δόντια…

Τι τα τρωγάλια χάθηκαν, - πάνε πολλά φεγγάρια -,
σαν λείψαν τα ορθόψηλα, κι ατρίχωτα ζωντίμια,
που κρύβουν, με πολύχρωμα πετσιά, χλώμια ασκήμια,
μ’ ορμήνεια καποιανού θεού, που δείχνει τους αχνάρια.»

«Μα κι έτσι καλοβγαίνουμε, και το περίσσεμά μας,
γιομώνει τα κουφόδεντρα, και αγροικιάς τη σκέπη,
π' αμπαρωμένη στέκεται κι ανήμπορη μας βλέπει,
να κρύβουμε, για χειμαδιό, χρονιές, τ' απόθεμά μας.

Κει μέσα μπαινοβγαίνουμε σαν να 'μαστε αφέντες,
και πάνω στις αναστησιές, ρεντέβουμε πιτήδεια,
κι αφού δεν ξέμειναν οχτροί, παρά σκλώπες και φίδια,
πιάνουμε το παιχνίδισμα και τις ψιλοκουβέντες.»

«Μόνο τα κλαροπόντικα, μας είναι αντιβάτες,
για τη θροφή, για φάκνα τους, για χειμωνιάς γιατάκι,
γιατί με κούδες φουντωτές, μας μοιάζουν κομματάκι,
γιατί, τις νύχτες. στα κλαριά, σκιές είναι, αεράτες.

Με δαύτα, το τσιφλίκι μας, είν' ισοζυγιασμένο,
- τι, πρέπει να μοιράζεται, το κάθε παραδείσι -
κι όλα θα ήταν κόμοδα, κι ανέγνοιαστη η ζήση,
αν, ψες, αργά, το πέτρινο, δεν ήταν φωτισμένο…

Αν η αβλή δεν λάμπαζε, το καρσινό σταλίκι,
και των δεντριών οι φυλλωσιές, ως να 'χε φτάσει μέρα,
με κάποιο τρόπο θαμαστό, που 'σπειρε τη φοβέρα,
τον άρχο μας, ζορίζοντας, στης φέβγας τενορλίκι.»

«Αν λείπαν περιδιαβασιές, στων δεντρικών τα πόδια,
από το γλυκοχάραμα, ως να 'ρθει πρωτοσκότι,
αν έσβηναν ο τάραχος, ποδολαχές και κρότοι,
στο σπίτι, όπου μπαίναμε, χωρίς δείλια κι εμπόδια.

Αν λείπαν αγναντέματα, λαίμαργα, στα κλωνάρια,
αν λείπαν προμαντέματα, για φετινό μαξούλι,
το μουλωχτό, αν έλειπε, της φαύνας, καραούλι,
αν όλα δεν μετριόντουσαν, μ' όσα χωρούν στ' αμπάρια.»

«Αν έλειπαν οι φαφλατιές, σε μια λαλιά μυστήρια,
που μόνο πολυκαίρινοι, λένε πως τη γρικήσαν,
κι αυτούς που την αρθρώνουνε, ποτές δε λησμονήσαν,
- γενήκαν, για τη φύτρα μας, σβραχνάδων υφαντήρια-.

Μιλούν-την, οι επίσποροι, αυτών που κούλα χτίσαν,
που τόπο ξεχερσώσανε, και δεντρικά φυτέψαν,
οι που ‘ρθαν, σα προτέκτορες, παρόλο που μισέψαν,
κι εδώ να κατοικέβουνε, με χρόνια σταματήσαν.»

«Ίσως εδώ τους πρόγκηξε, λιόζεστο καλοκαίρι,
ή, ίσως, μιαν επιθυμιά, για αρχινών πατρίδα,
μα δείχνουν για το έχος μας, μιαν ύποπτη φροντίδα,
κι ο ένας τους, παράξενο ραβδί, βαστά, στο χέρι.»

«Τα κλαροπόντικα, πολλά, έχουν να λεν, για τούτο,
- αν και αλήθεια απ΄ αυτά, σα δύσκολο να πάρεις -
πως, τάχα, τη φωτιά ξερνά, κι αν κάπως το ρισκάρεις,
πως σ' άλλο κόσμο, πραγαλό, θα φτάσεις, στο μινούτο…»

«Μη ξεθαρρέβεις, το λοιπόν, με τα ψιμόγελά τους,
και δίνεις μπέσα πως μπορεί, γάρμπος μας να θαμάζουν,
για τέτοια είναι βιαστικοί, το χρόνο δε λογιάζουν,
όπως εμείς, και μ' ενοχλούν, τα τόσα δρασκελά τους.

Πάμε, μαθές, να πιάσουμε, σ' άλλο δεντρί στασίδι,
τι, πάλι, το φωτίσανε, της κούλας το περιάβλι,
κι ας έχουμε την παντοχή, πως έχουν βγει οι ναύλοι,
και θα στρεχιάσουνε, ταχιά, σε άλλο κεραμίδι…»

Δημοσίευση στο stixoi.info: 31-10-2021