Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Στο Μάλι Γαρονίν

Στο Μάλι Γαρονίν

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλησπέρα σε όλους. Το παρόν αφιερώνεται στην ιερή μνήμη του Γεωργίου Ξυφτίλη, έφεδρου υπολοχαγού του 5ου Συντάγματος Πεζικού, που έπεσε, υπέρ πατρίδος, στο ύψωμα Μάλι Γαρονίν, στις 10 Γενάρη 1941. Γεννήθηκε το 1908, στο χωριό μου, και ήταν δάσκαλος...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Το σπιτικό, στο τρίστρατο, μέρα με την ημέρα,
το ‘δειρε ήλιος και χιονιάς, αντάρα και χαλάζι,
κι ο χρόνος, μ' αργοκύλισμα, που έργα μας χλευάζει,
- ξέρει, δα, πως, απάνω τους, να σπέρνει φυλλοξέρα -…

Μέσα στα μακροκαιριστά, της ρήμαξης, καρτέρια,
έχασε τα πλουμίδια του, σκέπαση και κανάλες,
την πορτωσιά τη ντρένια του, φανέστρες του μεγάλες,
έχασε καπνολόγο του, δοκαρωσιάς μαδέρια.

Έμεινε τ’ αβλιδάκι του να ξεροχορταριάζει,
τα δεντρικά κιοτέψανε, στων καιρικών φοβέρα,
και μοναχή αγριαπιδιά, παράδαρμα τ' αγέρα,
στο ξέπορτο, απόδιπλα, αχ, πικραναστενάζει.

Μείναν και τ' αγκωνάρια του, φωλιά για τις γουστέρες,
και φίδια σουρταριάρικα, εκεί να παγανίζουν,
βετούλια παιχνιδιάρικα, τ’ αηδόνια λαχταρίζουν,
για γκουρπενιές, σκαλώνοντας, της άνοιξης, τις μέρες.

Ξενωμερίτης που περνά, θα μείνει χαηλωμένος,
και ντόπιος οπού θα το δει, κεφάλι θα κουνήσει,
απόκαρδος, το φταίξιμο, τι ξέρει, να στορίσει,
και ποιος, εκεί, στα ρέπια του, σβραχνάς είναι κλωσμένος.

Τι γκρέμιο αν απόμεινε, δεν είν' που θυγατέρα,
του χρόνου, το βλεμάτισε, η θράψη, που ρημάζει,
μα, του 'φταιξε, το πιο πολύ, της πίκρας το μαράζι,
στα σπλάχνα του, που φύτεψε, μια μοίρα ζερβοχέρα.

Μέσα σ' αυτό, ακριβογιός, είδε το φως, λεβέντης,
μιας καψερής, που χήρεψε, και είχε τον νταγιάντι,
κι η παντοχή της ήτανε, πως, κάποτες, μπριγιάντι,
νυφούλα, θα της έφερνε, να γένει κει αφέντης.

Μα είχ' ο νιος τη φρόντιση, μονάχα, για τη γνώση,
και πήγε και τα έμπλεξε με τη δασκαλοσύνη,
διδάχος των παιδόπουλων, όπου η ρωμιοσύνη,
λεύτερη, άνοιξε φτερά, τα φώτα να τους δώσει.

Για όσα, πίσω, άφησε, πάντα, καιρό πως έχει,
έλεγε, και πως η δουλειά, που έκανε, αξίζει,
θυσίες, τι το πίστευε, πως στέριο μετερίζι,
έχει, αυτός, μες στη ζωή, τη γνώση που κατέχει.

Κι έφτασε μια τρανή αυγή, μια μέρα δοξασμένη,
που η Ελλάδα χούγιαξε, να τρέξουν τα παιδιά της,
τι, άτιμος αντίμαχος, ζητάει τα κλειδιά της,
και του 'πρεπε απόκριση, στο γαίμα βαφτισμένη.

Κοντύλια αναμέριασε, βιβλία λατρεμένα,
και ζώστηκε τα άρματα, για λευτεριά, για δίκιο,
φόρεσε υπολοχαγού εφέδρου το πηλήκιο,
πάνω, στης Βόρειας Ήπειρος, βουνά χιονοστρωμένα.

Κι αφού, μπροστάρης, έκαμε, χαλύβδινης πεζούρας,
τις τουφεκιές, π’ αψήφισε, κανόνια, ξιφολόγχες,
κρυοπαγήματα ύπουλα, σκαρφάλωσε στις κόγχες,
που στεφανώνουν, τ' άπλατο φαράγγι της Κλεισούρας.

Τα τριάντα τρία χρόνια του, κει πήγαν από σφαίρα,
που έριξε μες στο σωρό, ανέγνωρος φρατέλος…
Κι εκεί σβηστήκαν όνειρα, χωρίς να δουν το τέλος,
που μες στο νου της έκλωθε, μια τραγική μητέρα.

Σαν έφερε, ο τάταρης, το θλιβερό χαμπέρι,
ο θρήνος και τα γόσματα, λυγίσαν τα λιθάρια,
τι, τέτοιαν, πήραν λεβεντιά, του χάρου τα ζαγάρια,
και την εσύραν κει, που φως δεν έχει, ούτ' αγέρι.

Και φύτρα της δεν άφησε, υπόλογη φροντίδας,
για μάνα, και για σπίτι, οπού ΄ταν γεννημένη.
Ψηλά, στο Μάλι Γαρονίν, απόμεινε πεσμένη,
‘ματόβαφο προσάναμμα, στο τζάκι της Πατρίδας…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 05-11-2021