Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Αρκάδι, 1866

Αρκάδι, 1866

Δημιουργός: daponte, Σταύρος

Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη, τα βαριά της τα σίδερα σπα.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μονή Αρκαδίου: Ένα παλιό βυζαντινό μοναστήρι, το πλουσιότερο και ομορφότερο της Κρήτης, χτισμένο καταμεσής ενός οροπεδίου στα σύνορα των επαρχιών Μυλοποτάμου, Ρεθύμνου και Αμαρίου.
Εδώ έμελλε να γραφτεί μία από τις ενδοξότερες σελίδες του Κρητικού Αγώνα.

1866: Για άλλη μια φορά ο μαυροφορεμένος Κρητικός σηκώνει τα όπλα για να αποτινάξει τον οθωμανικό ζυγό και να ενωθεί με τη μητέρα Ελλάδα. Απευθύνει έκκληση στα χριστιανικά έθνη να τον συνδράμουν.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ - που, σε διάρκεια, είναι ο δεύτερος μετά τον Μπάυρον κορυφαίος φιλέλληνας που έχει να επιδείξει ο ελληνισμός - ανταποκρίθηκε αμέσως. Δημοσιοποιεί την πρώτη του καταγγελία και με θέρμη διαλαλεί στα πέρατα του κόσμου, χωρίς περιστροφές και μισόλογα, τα δίκαια της επαναστατημένης Κρήτης:
«Από την Αθήνα έφτασε σ’ εμένα μια κραυγή. Έγινε έκκληση σ’ εμένα - και το όνομά μου προφέρεται από στόματα πολλά. Ποιός είμαι εγώ, ώστε να αξίζω μια τέτοια τιμή; Ένα τίποτα είμαι, ένας νικημένος. Και ποιοί είναι αυτοί που απευθύνονται σ’ εμένα; Νικητές. Ναί, ηρωικοί Κρήτες, εσείς που σήμερα καταδυναστεύεστε, θα είσαστε οι νικητές του μέλλοντος. Σταθείτε αδάμαστοι, έστω και με την ψυχή στο στόμα, ο θρίαμβος τελικά θα είναι δικός σας. Το βογγητό της αγωνίας σας είναι η δύναμή σας...Κρήτες, βαστάτε. Είναι αδύνατο να νικηθείτε. ......».

Μόλις μαθεύτηκαν στην Κρήτη τα λόγια συμπαράταξης του διάσημου συγγραφέα, οι μαχητές του έστειλαν αμέσως ένα μεγάλο ευχαριστώ του λαού της Κρήτης και, μαζί με αυτό, μιαν έκκληση, να συνεχίσει το έργο που άρχισε. Η επιστολή στάλθηκε από το στρατόπεδο των Κρητικών στον Ομαλό, με την υπογραφή του στρατιωτικού αρχηγού Ιωάννη Ζυμβρακάκη:
«Από τη γερή σου την ψυχή ήρθε ένας αέρας και στέγνωσε τα δάκρυά μας. Στα παιδιά μας είπαμε: Πέρα από τις θάλασσες υπάρχουν λαοί δυνατοί και γενναίοι, που υπηρετούν το δίκαιο και θα σπάσουν τις αλυσίδες μας. Αν ίσως όμως χαθούμε στην πάλη και σας αφήσουμε ορφανά στους πέντε δρόμους να γυρίζετε τα βουνά με τις μανάδες σας πεινασμένες, οι λαοί αυτοί θα σας κάμουν παιδιά τους και τα βάσανά σας θα τελειώσουν.Ωστόσο, ανώφελα αγναντεύουμε κατά τη Δύση. Βοήθεια καμμιά δεν μας πρόφθασε. Και τα παιδιά μάς είπαν: Μας γέλασαν. Ήρθε όμως το γράμμα σου, ό,τι πολυτιμότερο για μας κι από τα καλύτερα άρματα ακόμα. Το γράμμα αυτό σφραγίζει το δίκαιό μας, γι’ αυτό ξεσηκωθήκαμε..........
Όπως μαθαίνουμε, η σκλαβιά των μαύρων στην Αμερική καταργήθηκε. Η δική μας όμως σκλαβιά είναι σίγουρα πολύ πιο βαριά από εκείνη των μαύρων, είναι ασήκωτη...
Ποιητή, είσαι φως και φωτάς. Σε εξορκίζουμε, φώτισε εκείνους που δεν μας ξέρουν, που οι απατεώνες μάς διαβάλλουν, ώστε να στέκονται αυτοί εχθρικά απέναντι στην άγια υπόθεσή μας. Αποτελείωσε το έργο σου. Μας λες νικητές. Μα μαζί μ’ εσένα θα νικήσουμε".

Με την έναρξη της Επανάστασης Πολλοί Κρήτες επαναστάτες άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Αρκάδι, ενισχυόμενοι από το ένα σώμα του τακτικού Ελληνικόυ Στρατού, υπό τον συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο. Εναντίον τους κινήθηκ, περικυκλωνοντας τη μονή, ε ο Μουσταφά Πασάς με 15000 τακτικό στρατό και 30 κανόνια.
Οι προτάσεις προς παράδοση απορρίφθηκαν από τους πολιορκημένους και το πρωί της 8ης Νοεμβρίου άρχισαν οι εχθροπραξίες. Οι Οθωμανοί, παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις τους, δεν κατάφεραν να καταλάβουν τη Μονή την πρώτη μέρα. Το βράδυ ζήτησαν ενισχύσεις και μετέφεραν ένα μεγάλο πυροβόλο από το Ρέθυμνο. Την επομένη, 9 Νοεμβρίου, άρχισε το δεύτερο κύμα της επίθεσης. Νωρίς το απόγευμα γκρεμίστηκε το δυτικό τείχος της Μονής από τις βολές του πυροβόλου και οι επιτιθέμενοι εισέβαλαν στο μοναστήρι, αρχίζοντας τη μεγάλη σφαγή.
Στη μπαρουταποθήκη της μονής γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος και μία ακόμα ένδοξη σελίδα της ελληνικής ιστορίας. Ο Κωστής Γιαμπουδάκης ή κατ' άλλους ο Εμμανουήλ Σκουλάς την ανατίναξε, σκορπίζοντας το θάνατο, όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους εισβολείς. Αμέσως μετά, οι Τουρκοκρητικοί και οι Αλβανοί όρμησαν και κατέσφαξαν όσους είχαν διασωθεί, ενώ έκαψαν τον ναό και λεηλάτησαν τα ιερά κειμήλια.
Από τους Έλληνες που βρίσκονταν στη Μονή, μόνο 3 ή 4 κατόρθωσαν να διαφύγουν, ενώ περίπου 100 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Μεταξύ αυτών και ο Δημακόπουλος, που εκτελέστηκε λίγο αργότερα. Ο ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκης είχε σκοτωθεί πριν από την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης. Οι νεκροί και τραυματίες του Μουσταφά ανήλθαν σε 1.500 ή σε 3.000, σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς.
Υπάρχουν επτά εκδοχές για τους πυρπολητές με αρκετές μαρτυρίες η κάθε μία. Ως πυρπολητές φέρονται 1. Ο Ηγούμενος Γαβριήλ (Μαρινάκης) 2. Ο αγωνιστής Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης από το Άδελε 3. Ο νεαρός δάσκαλος Εμμ. Σκουλάς από τ’ Ανώγεια 4. Ο αρχηγός Δράκος Ντελής (Τσιμπραγός), από τις Γωνιές Μαλεβιζίου. 5. Άγνωστος γέρος Ιερέας. 6. Άγνωστος καλόγερος βοηθός του Ηγουμένου Γαβριήλ. 7. Πολλοί οι πυρπολητές.
Τιμη και δόξα σε όλους, όποιος κι αν πυροδότησε το φυτίλι. Η θυσία τους ήταν φωτεινός φάρος λευτεριάς.

Μετά το ολοκαύτωμα ο Βίκτωρ Ουγκώ δημοσιοποιεί τούτη τη δραματική επιστολή, ιστορώντας τα τεκταινόμενα:
"Το μοναστήρι του Αρκαδίου, που είχε χτιστεί επί εποχής του αυτοκράτορα Ηρακλείου, πολιορκήθηκε από δεκαέξι χιλιάδες Τούρκους που άρχισαν την επίθεση (7 Νοεμβρίου 1866) ενάντια σε 197 άνδρες και 343 γυναικόπαιδα. Οι Τούρκοι είχαν ακόμη μαζί τους 26 κανόνια και 2 μπομπάρδες. Οι Έλληνες κρατούσαν μονάχα 240 ντουφέκια. Δύο μερόνυχτα κρατάει ο πόλεμος και το μοναστήρι αντέχει. Οι χίλιες διακόσιες όμως βόμβες που ρίξαν οι Τούρκοι στο μαντρότοιχο που το περιζώνει, τον έχουν κάνει κόσκινο. Ένα μέρος του τοίχου υπονομεύτηκε και τινάχτηκε στον αέρα. Τώρα οι Τούρκοι χύνονται μέσα. Οι Έλληνες εξακολουθούν τη μάχη σώμα με σώμα. Εκατόν πενήντα ντουφέκια άναψαν, μα πολεμάνε ακόμα για έξη ώρες, από κελί σε κελί, από σκαλί σε σκαλί. Δυό χιλιάδες τούρκικα κουφάρια στοιβάζονται στην αυλή, αλλά και η στερνή αντίσταση λυγάει. Οι Τούρκοι πλημμυρίζουν τους χώρους του μοναστηριού.
Μια αίθουσα μόνο παραμένει σφαλιστή, εκεί όπου βρίσκονται η άγια τράπεζα, τα γυναικόπαιδα και το μπαρούτι. Ο ηγούμενος του μοναστηριού Γαβριήλ προσεύχεται, έξω οι πατεράδες και οι άντρες πέφτουν ο ένας μετά τον άλλο. Για τις γυναίκες και τα παιδιά η πιο φοβερή κακοτυχία είναι να ζήσουν και να συρθούν στα χαρέμια. Οι Τούρκοι, κυρίαρχοι πιά, αρχίζουν με τα τσεκούρια να πελεκάνε την πόρτα και, όπου να ’ναι, θα την κομματιάσουν. Ο γέροντας παίρνει το κερί που καίει στην άγια τράπεζα, απλώνει το βλέμμα του πάνω στις γυναίκες και στα παιδιά, γέρνει την φλόγα του κεριού στο μπαρούτι, και τους σώζει. Η τρομερή έκρηξη αποθεώνει τους «νικημένους», η αγωνία γίνεται θρίαμβος. Και το ηρωικό μοναστήρι που πολέμησε σαν κάστρο, πεθαίνει σαν ηφαίστειο. Τα Ψαρά δεν είναι επικότερα, το Μεσολόγγι δεν είναι ψηλότερο."

Τιμή στον τόπο μου:
https://youtu.be/4wCSoMlbaDc
https://youtu.be/KH6dIjWDT98

Δημοσίευση στο stixoi.info: 09-11-2021