Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Η παράκληση

Η παράκληση

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλό βράδυ σε όλες και σε όλους. Από μια ανάμνηση, τις παραμονές του Δεκαπενταύγουστου.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Γλιστρά ο ήλιος, σιγανά, απ' τ' άσπαρτα ρεβένια,
και τ' ακρολόφι, σκιώνεται, τ' Αγίου Κωνσταντίνου.
Μια κίσσα κρυφοφάϊκη, στην καρυδιά, κιντύνου,
βραχνές αφήνει δυο κρωξιές, κάποια την τρώει έννοια.

Γεράκι σα δε φαίνεται κι αργεί της σκλώπας ώρα,
αχός, καμπάνας μακρινής, από το κλησουράκι,
μετάλλινος, που φτάνει εδώ, κάνει-την μπαϊράκι,
ν' απλώνει, το λοφίο της, να κόψει του, τη φόρα.

Έφτασε, πάλι, του σπερνού η ώρα, και σημαίνει,
ο βηματάρης, με ρυθμό, οι χωριανοί να φτάσουν,
στο κατοικιό, της Δέσποινας, το άγιο, να θηλάσουν,
το γάλα της παρηγοριάς, εκεί, που τους προσμένει.

Τι φτάνουν τα μεσόστρατα, του ζεστερού Δριμάρη,
και Πάσκα καλοκαιρινό, σε λίγο θα γιορτάσουν,
ψυχές τους, πρέπει, το λοιπόν, απ' αφορμές ν' αδειάσουν,
με παρακλήσεις, που 'χουνε, γέρο παπά, μπροστάρη.

Τοιμάσου, γιε, να βάλουμε πλώρη, για το ξωκλήσι,
τ' ασύχναστο, που το χτυπά δροσάτο αγεράκι,
να μπούμε, να φιλήσουμε εικόνα, και κεράκι,
της Παναγιάς, ν' ανάψουμε, φταίσμα μας να ελεήσει.

Να δούμε αρχοντόπαπα, να βάζει, πετραχήλι,
φελόνι, κι ο κλησάρης μας, να τρέχει να προκάνει,
με μανουάλια, με κεριά, με θυμιατού λιβάνι,
με γρασισμένα κάρβουνα, με δύστροπο καντήλι.

Να δούμε συντοπίτες μας, αχ, πολυαγαπημένους,
που θα μας χαιρετήσουνε, μ' ανάλαφρο τους γνέμα,
κι άλλους που δε θα στέρξουνε, να μας γυρίσουν βλέμμα,
συμπάθηση ας δείξουμε, για δαύτους, τους καημένους.

Αν τ’ αναλόγι έχ’ αδειά, χρεία μας το φορτώνει,
το ξέρεις, δα, πως το χωριό, δεν έχει πια ψαλτάδες,
κι εμάς, γραμματιζούμενοι ως είμαστε, καλφάδες,
νομίζουν-μας, της ψαλτικής, που 'ν' της φωνής τ' αμόνι.

Σαν ακουστεί «Ευλογητός…», απ’ του παπά τα χείλη,
ρίξε, τριγύρω, μια ματιά, να δεις παντού σεμνάδα,
να δεις παράξενο πρεπιό, να δεις με ποια γλυκάδα,
κρυφοκοιτούν, την Πάναγνη, που 'ναι τους τ' αντιστύλι.

Χαμηλωτά τα μάτια τους, θα 'χουν, θα μουρμουράνε,
καρδιάς τους, προσεφκή θερμή, ξέχειλη παρακάλι,
να μεσιτέψει για να βρουν, πραγό έν' ακρογιάλι,
η Οδηγήτρια, στη ζωή, όντας την προσκυνάνε.

Μη ξεχαστείς, είν' λάτρα μας, απόψε τ' Οχτωήχι,
θα βρω, εγώ, το Τυπικό, συ πιάσε το Ψαλτήρι,
στην Παρακλητική, για δες, αν κειο το σημαντήρι,
δείχνει το ποια ‘ναι να ψαλθούν, μη ψάχνουμε στην τύχη.

Μη φοβηθείς που η αχνιά, βραχνή θε να βγει, πρώτα,
μη ντροπιαστείς παράτονη που θα 'ναι τη για λίγο,
άσε με να καληναρχώ, της αρμονίας τρύγο,
σύνωρα, θα σοδειάσουμε, και ύμνων ντρίτη ρότα.

Με θέρμη, ψέλνε, δύναμη, ο τόπος, ν’ αντιβουίσει
και τις πρεσβείες ζήτησε της Κεχαριτωμένης,
της Υπερμάχου Στρατηγού, πατρίδας αντρειωμένης,
της Άχραντης Παντάνασσας, να μη μας λησμονήσει.

Την Παυσολύπη ύμνησε, και την Αναφωνήτρα,
το Ρόδο το Αμάραντο, και τη Γλυκοφιλούσα,
τη Χώρα του Αχώρητου, και τη Βρεφοκρατούσα,
την Κλίμακα, τη Σκέπη μας, και την Παρηγορήτρα.

Σαν θα δοθεί απόλυση, τότες, θα δεις το μάτι,
συγκινημένο του παπά, απάνω μας να στέκει,
μ' εφκαριστιά του σώψυχη, εγκώμιο να μας πλέκει,
αφού άγιας παράκλησης, γινήκαμε τ' αλάτι.

Κι εμείς, μ' ανάλαφρη καρδιά, θα πάμε ‘κει, πιο πέρα,
στο κοιμητήρι, το πικρό, ν' ανάψουμε καντήλια,
των αρχινών μας, που 'φυγαν, και θα 'ν' νωπά στα χείλια,
άγια τροπάρια, π' άλλοτε, θα ψέλναν τέτοια μέρα…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 09-11-2021