Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Το σκιάχτρο

Το σκιάχτρο

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλησπέρα σε όλες και σε όλους.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Χωράφες μ' αραπόσταρο, ζερβά, δεξιά, στο δρόμο,
ανάμιχτες με τριφυλιές, ως κει, ματιά, που φτάνει.
Κλωνάρια των ασπρόλεφκων, στις άκρες, είν' η στάνη,
λάγιων πουλιών, που συντηρούν, μορφή που σπέρνει τρόμο.

Τι, σε κηπάρι, ταπεινό, σαλατικά, που θρέφει,
σε καλαμποκοχώραφα, πυκνά, αναμετάξυ,
ο σκιάζαρος που στέκεται, ως να βαστά την τάξη,
φαίνεται, δείλος πως σκορπά, τ’ αγέρι σαν τον στρέφει.

Στέκει εκεί βιγλάτορας, παράταιρα ντυμένος,
κι είν’ παγανή του φορεσιά, ξέθωρα πια κομμάτια…
Μα πιο πολύ, μπαλώματα, που του 'ραψαν για μάτια,
ξυπάζουν τον περαστικό, οπού δεν είν' γνοιασμένος…

Και τα πουλιά που θα ‘θελαν, να πέσουν στο μισίρι,
και ζέφκι τους να στήσουνε, στο λιόζεστο το γιόμα,
μα του κατσίβελου εκεί, τα συγκρατεί το διώμα,
και κειο το βλέμμα τ' αδειανό, κουράγιο τους που φθείρει.

Ξέρει πως έχ’ απαγγελιά, εκεί, κι έργο σπουδαίο,
και το φουσάτο που βαστά, λιμάρικη ακρίδα,
αν βρει ρεσάλτου την αδειά, στην καρπερή χλωρίδα,
μήτε σπυρί, σαν τραβηχτεί, δεν θα βρεθεί, τυχαίο.

Σταλίζει λες και φρόντιση, όλου του κάμπου έχει,
- τι, δέφτερο δε φαίνεται, ως της ματιάς τα ρέλια -,
για το μπαξέ, το θραψερό, για φιλεριών αμπέλια,
για κούκλας το ρηγάτο, με λιόρισμα ή αν βρέχει.

Ωστόσο όσο τον κοιτώ, απόκομμα, μου μοιάζει,
ένα ρετάλι ταπεινό, μιας άλλης περασάδας,
όταν η χερομαχική, ιδρώτα και στρυφνάδας,
παιδί 'ταν, που ξεστήθιζε, πως να αφτοσκεδιάζει.

Τώρα πια, είν' η καλουργιά, σε μάκινων φροντίδες,
κι από σκιαζούρια, έμεινε, για δες, μονάχα ένα,
σμπάροι πυκνοί ακούγονται, στον κάμπο ολοένα,
κι είν’ οι αχοί τους, στη νυχτιά, ονείρατων κηλίδες.

Μέρα και νύχτα ντουφεκάν, τ' άπαφτα, κανονάκια,
του κρότου, που τα χαφτανά, ξυπάζουν, τα πουλιά,
κατσίβελων, δε μοιάζουνε, μα κάνουν τη δουλειά...
Τα σκιάντζαρα κι αν λείψανε, λιμάζουν τα κοράκια…

Μ' απόψε σαν θα κάτσουμε, σε χωριανό τραπέζι,
σ’ αραποσίταρου γιορτή, που έγινε συνήθεια,
για κανονάκια, να χαρείς, μην πεις, με παραμύθια,
μίλα, για ξύπαστρα πιστά, η μουσική σαν παίζει…

Να λέγεις, οι που ψήνονται, ρόκες πάν' στο μαγκάλι,
κι αυτές που γέβονται ζεστές, μ' ένα ψητό π' αχνίζει,
κι ένα γλυκόπιοτο κρασί, πως σκιάχτρο είχαν σεΐζη,
γέρικο, κι όχι σύνεργο, μοντέρνο με σκαντάλι...

Γεννά θρύλος τη στόριση κι η στόριση το θρύλο,
κι όλοι μας. τι θα ήμασταν, χωρίς τα παραμύθια;
Άνοστη, θα ‘ταν, και γλυφή, η λαγαρή αλήθεια,
αν, όλα, ψιλαλέθονταν, στης ζήσης μας το μύλο…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-11-2021