Νίκος Καββαδίας

Δημιουργός: Δ.ΣΚΟΥΦΟΣ, Νίκος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info




Ο ναυτικός και ποιητής, Νίκος Καββαδίας, γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκ Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Βλαδιβοστόκ στη Ρωσία, από γονείς Κεφαλονίτες. Το 1914, με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι και στη συνέχεια, στον Πειραιά.

Το πρώτο ποίημά του δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Σημαία» με τίτλο «Ο Θάνατος της Παιδούλας», με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας. Το Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας έβγαλε ναυτικό φυλλάδιο και τον επόμενο χρόνο μπάρκαρε ως «ναυτόπαις» στο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος», μαζί με το μικρότερο αδελφό του Αργύρη. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο ποιητής γίνεται μέλος της ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Έγραψε συνολικά τρεις ποιητικές συλλογές («Μαραμπού», «Πούσι» και «Τραβέρσο») και τρία πεζογραφήματα ( «Βάρδια», «Λι» και «Του πολέμου/Στ’ άλογό μου» ). Πέθανε στις 11 Φεβρουαρίου του 1975, ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.


Ἡ πλώρη μας
Στὸν Θ. Λιαροῦτσο

Ἦταν ἡ πλώρη μας καθὼς τῶν φορτηγῶν οἱ πλῶρες.
Γιομάτη πράγματα παλιά, ποὺ ἐμύριζαν βαριά,
μ᾿ ἕνα τραπέζι ξύλινο στὴ μέση, λερωμένο
καὶ σκαλισμένο σὲ πολλὲς μεριὲς μὲ τὸ σουγιᾶ.

Εἶχε δεξιὰ κι ἀριστερά, ἀπάνω τό ῾να στ᾿ ἄλλο,
τὰ ξύλινα κρεβάτια μας στὰ πλάγια κολλητά,
ποὺ ἔμοιαζαν, μέσα στὸ θαμπόν, ἀνάλαφρο σκοτάδι,
φέρετρα ποὺ ξεχάστηκαν καὶ μείναν ἀνοιχτά.

Σὲ μία γωνιὰ τὸ ἁρμάρι μας, ἀπ᾿ ἔξω στολισμένο
μὲ ζωγραφιὲς χρωματιστὲς ἀπὸ περιοδικὸ
ἢ γαλλικὲς φωτογραφίες αἰσχρές, ποὺ παρασταίνουν
τὸ ἁμάρτημα τῆς ἡδονῆς τὸ προπατορικό.

Πάντα βασίλευε σιγὴ θανατερὴ ἐκεῖ μέσα
καὶ περπατούσαμε ὅλοι μας στὶς μύτες τῶν ποδιῶν,
κι ἦταν στιγμὲς ποὺ νόμιζες πὼς ἄκουες νὰ χτυποῦνε
σὰν τὸ ρολόι, μὲς στὴ σιγή, οἱ χτύποι τῶν καρδιῶν.

Κι ἔκοβε μόνο τὴ σιγὴν ὁ χτύπος τῆς καμπάνας
ποὺ ἀπάνω στὸ καμπούνι, ἀργά, χτυποῦσε τῶν ὡρῶν
τὸ πέρασμα, μ᾿ ἕνα βαρὺ μὰ λυπημένο ἦχο,
ποὺ πνίγονταν μὲς στὴ βοὴ τοῦ ἀγέρα ἢ τῶν νερῶν.

Τὶς Κυριακές, σὰν εἴχανε δουλειὰ μονάχα οἱ βάρδιες,
σ᾿ αὐτὴν ἐμαζευόμαστε κι ἀνάβαμε φωτιὰ
κι ἢ αἰσχρές, σιγά, γιὰ τὶς γυναῖκες λέγαμε ἱστορίες
ἢ τὸ φαΐ μας παίζαμε μὲ πεῖσμα στὰ χαρτιά.

Στὴν πλώρη αὐτὴ κατάστρεψα τὸν ἤρεμο ἑαυτό μου
καὶ σκότωσα τὴν τρυφερὴ παιδιάτικη ψυχή.
Ὅμως ποτὲ δὲ μ᾿ ἄφησε τὸ ἐπίμονο ὄνειρό μου
καὶ πάντα ἡ θάλασσα πολλὰ μοῦ λέει, ὅταν ἀχεῖ.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-02-2022