Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Θροητό

Θροητό

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλό βράδυ σε όλες και σε όλους. Με το καλό η καινούργια βδομάδα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Σαν θα βαφτεί με μια μαβιά, τ' ακρούρανο αποχρωμιά,
που πίσω της θ' ακολουθεί, η γκρίζα, της τρυγόνας,
μόνο, το μαβρογάλανο θα λείπει της εικόνας,
κι αντιλαρίδες των αστριών, τ' ασημοχρύσαφα πλουμιά.

Τότες να φτάσεις, κι ας φανεί, στη ρέγουλά σου, αβολιά,
σε μιαν αχτή, που πέλαγος, στους κόρφους της κοιμίζει,
κι ανάσκιντα τσακίσματα, της μέρας του αγνίζει,
ξεκούραστο να 'ναι ταχιά, ν' αφρίζει στην ακρογιαλιά.

Εκεί θα μ' έβρεις να κοιτώ, της μέρας το ξεψυχητό,
με τα συλλογισμένα μου, τα χαηλωμένα μάτια,
και να μετρώ τ' αργόβαδα, πρόσπερα σκαλοπάτια,
π' ανηβατίζει η νυχτιά, χωρίς έν' αγκομαχητό.

Καθώς θα συναλίζεται, μια θάλασσα μελανωπή
το θώρι μου, και θα ζητά, μάταια, το βυθό της,
στάσου, ανάκουστα, σιμά, και γίνε μου ποδότης
στα λυχνανάματα ποθώ, να διπλαρώσω τη σιωπή.

Σ' ακνάτη σιγαλιά, πυκνή, της σκέψης μου το θροητό
γυρέβω ν' ανελιγωθεί, όπως πελάγου κύμα,
που η ορμή του γίνεται, της παραφρής το χτήμα,
και καταπέφτει με πνιχτό, της σβήσης, αναφιλητό.

Ή, ίσως, ν' αποτραβηχτεί, με μια του νου φυρονεριά,
και ν' απομείνουν μοναχά, ασάλεφτα κοχλάδια,
και μιας αμμούδας αγκωνή, στρωτή, δίχως ψεγάδια,
ωσάν μαρτιάτικο φραχτό, που καρτερεί καλοκαιριά.

'Κει δα, απ' της καρδιάς μπαχτσέ, σύρε το κίτικο, ωριό,
λουλούδι που για με βαστάς, κι εγώ θα τ' αναθρέψω..
Στης σιωπηλής μου αμμουδιάς, μεσιά, θα το φυτέψω,
φάρο να το 'χω, δισταγμού, σαν με κυκλώνει, το θεριό.

Κι από στεριάς το συρμητό, και θάλασσας ανασαιμιά,
που θα σφιχταγκαλιάζονται εκεί, θα το φυλάξω,
της χάρης τ’ αποστάλαγμα, με πίστη θα ταιριάξω,
και αρμασιά μυστηριανή, θ' αγιάσω στην απανεμιά.

Ίσως, συχνά, ν' άφτω φωτιά, να στήνω γύρω της γιορτή,
όλη τη νύχτα, πριν φανεί κάποια αβγή μοιραία,
κι εσύ να σιγομουρμουράς, σταφνίζοντας λαθραία,
στων ουρανών την αγκαλιά, των αστραπόβολων μορτή.

Και με της φέξης ερχομό, σε ξεπαρσιά μου θα ζητώ,
μ' άτσαλα, στους σταβρούς, ψηφιά, παραγγελιά ν' αφήσω,
πως είν' δική μου η σπιάντζα, και πίσω θα γυρίσω,
και στα γλαριά, να πάν' αλλού, για τσαγανών τον τρυγητό.

Τι, η ξανθή, η άμμουδα, που λούλουδο θησαβριστό,
και σπάνιο, αγκαλοφέρνει, να πατηθεί δε θέλω,
μιας κι είν’ το δυναμάρι μου, στη σιγαλιά καστέλο,
και σ' όποιον ρουσαλτέρνει του, άσβεστη κάκια θα βαστώ.

Και θα 'μενα παντοτινά, σε τόπο τόσο ποθητό,
αλάργα απ' τις σέρτικες, της ζήσης μου παλίρροιες,
αν, καθε βράδυ, έσβηνες, μ' ανθί σου, έγνοιες μύριες,
κι αυτό το ακατάλυτο, αχ, του μυαλού μου θροητό…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-05-2022