Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Στο βράχο

Στο βράχο

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλό ξημέρωμα σε όλες και σε όλους.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μαγγιόρος ήλιος περεχά, τα σύγυρα με χρωματιές,
κροκίσιες, χρυσοκίτρινες, π' ανάρια μελισσίζουν.
Και λάμπει θαλασσόφρυδο σαν να το βρήκαν σαγιτιές,
δοξαρεφτή ωγύγιου, τ' απύρι που σκορπίζουν.

Κι εμέ, στο ερημόκλησο, σε βράχο με ραγισματιές,
που στρατηλάτες αγιαστές, το 'χουν για να σταλίζουν,
και των πιστών την προσεφκή να δέχουνται, φυσηματιές
του μπάτη, μες στ' ανάπαλμα δροσολογιάς, βιτσίζουν.

Αβόλετο είναι ορθός, να μείνω κει ώρα πολλή,
-με φλάτο του, το σκιάδι μου, σε σάρα, το πηγαίνει-.
Μα σαν γρικώ της θάλασσας με σύγιαλο αθιβολή,
από την παιδιοσύνη μου, μάκρος, ο νους, κονταίνει.

Βιγκλάροντας από ψηλά, τον θαλασσόλουστο γιαλό,
οι θύμησες μιας άβαρης ζωής, με κατακλύζουν,
όντας τα συναιστήματα, δερμάτι είχαν απαλό,
και δεν ομοιάζαν κοχλαδιών, π’ αγκρίφια τα τροχίζουν.

Με λογισμών μου τις θωριές, βλέπω έν' άδολο παιδί,
να παίζει αλαφρόκαρδο, στης γιάλας το σταλίκι,
που ορθολίθια γλοιόδερμα, με βλέψη, σταίνουν, αναιδή,
πως θα μπορούσαν δυο στοιχειών να πάψουν συναλίκι…

Πάν' σε λιλάδια, το θωρώ, γρίβα και ντρένια να περνά,
και μιαν αμμούδα αγανή, ν' αναζητά με ζήλια,
σ' ασπράδα να ποντίζεται, μονόγνωμα, καθημερνά,
και με δαχτύλια σερπετά, ν' αδράχνει τα κοχύλια.

Στα χέρια αχινολόγο και μιαν απόχη να κρατά,
συνάζοντας τις καλογριές, και τους σταβρούς της βάλης,
και λιάνωμα που γρίπεβε, ξωπίσω να το παρατά,
με φόβο να μη λείψουνε ξόμπλια γλυφής αγκάλης.

Τον κόσμο του που άξαινε, να περιζώνει με ματιά,
κουριόζα, βαθυστόχαστη, ξεταστική, γυρέφτρα,
σε καθετί πρωτάκουστο, να ψάχνει τη χαραματιά,
που λάμπη άφηνε να μπει, στο νου του, σαγηνέφτρα.

Κι ως ροβολάω, για να βρω το αρπαγμένο μου ψαθί.
νά-το που μπρος μου στέκεται με τα μαλλιά να στάζουν,
και με κοιτά με φωτερά, που κρύβουν ρέβνιασμα βαθύ,
για κείνους που μιαν εμπατή, στον κόσμο του, εκβιάζουν.

Κι εγώ αδράχτι, βάζω-του στην απαλάμη, ριγωτό
και μια χρυσή, να το φυλάν, στης ζήσης του τις ρούγες,
τι, είν΄ ο κόσμος τ' άκλειστος, και σαγανάκι, συρμητό,
μπορεί και να πληγιάσουνε, καρδιάς του τις φτερούγες.

Να 'ρθεί, δε θέλω ο καιρός, πάνω σε βράχο, μοναχό,
να στέκεται και να κοιτά, της νιότης του τη βάλη,
και να πασχίζει να περνά, με των θυμητικών ηχώ,
σε κόσμο που 'ταν όμορφος, μα γίνηκε παρτάλι…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 15-06-2022