Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Καμαρούλα

Καμαρούλα

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλό ξημέρωμα σε όλες κα σε όλους.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μικρή η καμαρούλα, σε σπίτι φτωχικό,
μ' ένα παραθυράκι, μασγάλι δυσμικό,
το φως που ανεχόταν, να φτάνει λιγοστό,
το μπόλιαζε μ' αγέρι, βλυχό, κοματιαστό…

Μαζί τους κι οι φωνούλες, από τα φτερωτά,
καλέσματα αγάπης, γλυκά κελαδητά,
συνόρισης στριγλίδες, κιντύνου λαλητά,
εφτάναν και μελέτης σκορπίζαν μπεζαχτά.

Κι έμενε το βιβλίο, στα γόνα ανοιχτό,
-τ' ήτανε για σκριτόριο, πουγγί μας στριμωχτό-
και θώρι απλωνόταν, σ' ελίτσας τα κλωνιά,
σ' αβλής το μπαξεδάκι, και στη μπουγαρινιά.

Εκεί που ξαποσταίναν αριά και που σκαρθιά,
βερδούνια, τουρκοπούλες, φανέτα και σκαθιά,
δεκοχτούρες οπού με ανάφραντη φωνή,
στα σύθολα προσμέναν τον ήλιο να φανεί.

Εκεί που 'ταν τα στέκια των γαύρων σπουργιτιών,
και στις σύσκιες μαρκίζες των κάτασπρων σπιτιών,
οπού τα μαρτινάκια εστήναν νιες φωλιές,
τον φυτεφτή ή πιάναν, παράμπροστων, παλιές...

Και σαν αποσωνόταν, σταβρίτης τρυγητής,
κι ερχόταν με βροχούλες, θλιμμένος παχνιστής,
τα χαηλωμένα μάτια, αγκάλιαζαν στρατιά,
από τις χελιδόνες που γέρναν στο νοτιά.

Σ' ηλεχτρικές απάνω στιβάζονταν γραμμές,
σε στύλους, καμινάδες, κι ο λάγιος ντουσουρμές,
καρτέρεβε λελέκια να κάνουν την αρχή,
κι η κάθε του τριγλίτσα, μπουράσκας απευχή.

Πώς κάτεχαν ότ' ήρθε, καιρός για μισεμό,
κι ετοίμαζαν τα φτέρια, με πλήσιο μπιστεμό;.
Πώς κούρνιες παρατούσαν, που στήσαν μια μαγιά,
για να ‘βρουνε μιαν άλλη, καινούργια σερμαγιά…

Ποιό άστραφτε εντός τους, παράξενο αστρί,
και τα 'στελνε σε τόπους που νύχτα 'χαν μικρή;…
Ποιά την καρδιά τους μάβλιζε πρόσγλυκη φωνή,
και γύριζαν, η φλόρα σαν ήταν αχαμνή;...

Αν είν' τ' αστρί εκείνο, το φόβο που νικά,
σπιθοφεγγιάς του θέλω, δυο λάμπη δανεικά.
Κι αν κείνη η φωνούλα, γνωρίζει μαγικά,
δυο λόγια της ζητάω, τιλσίμια σπλαχνικά.

Μ' αυτά, θα το μπορούσα, στην πρώτη μου φωλιά,
να γείρω, να ξανταίνω χαζίρικα πουλιά,
τα που τους δρόμους ξεύραν, να πάνε και να 'ρθούν,
ανεμικές, κι ας δρώναν, να σφάλουν, να χαθούν...

Κι ίσως να συναντούσα και τ' άλλα, τα δειλά,
και κάποιο παιδαρέλι γλυκά να τους μιλά,
από παραθυράκι, σε κάμαρη στενή,
σαν άπληστα εσύναζε γνώσης τη φερνή…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-09-2022