Μη δίνεις σημασία στα παραμιλητά μου

Δημιουργός: MARGARITA

Άφησε να τα πάρει η βροχή σεργιάνι

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Την έθαψα μαζί με το όνομα της. Και ορκίσθηκα στη τελευταία της πνοή
και στων προγόνων τις ψυχές νυχτέρι στα φαντάσματα να στήσω.
Το δρόμο της να περπατήσω. Τα μάτια μου θα βλέπανε το θήραμα σαν λιονταρίνα που πεινάει και τα αυτιά μου το τρέξιμο αλαργεμένου ελαφιού θα αφουγκράζονταν. Την μυρωδιά του φόβου του θα γευόμουνα, το δάκρυ του θα οσφρηζόμουνα
και την καρδιά του θα άγγιζα μόνο για να την κομματιάσω.
Τάξιμο στη ψυχή της που τη δική της Μεγάλη Παρασκευή είχε ανεβεί χωρίς
να οργιστεί, χωρίς να παραπονεθεί.
Θαρρείς κριτής και δικαστής συνάμα, διδάσκαλος σοφός άγραφου νόμου είχε δώσει εντολή να σταυρωθεί χωρίς να αναστηθεί. Μαρτυρικό, ανυπόφορο, συντριπτικό φορτίο να κουβαλάει με καρτερία. Να μαρτυράει αβόγγηχτα τις αλήθειες της. Αιχμάλωτη στο απαράβατο πρόσταγμα του. Το κεφάλι να σκύβει στη δικαιοκρισία του. Να συχωρνάει μονάχα ήξερε. Και να συμπονάει τους ανθρώπους. Να αγαπάει μόνο τα σωστά και τα λάθη της. Έστριψα ένα τσιγάρο και άφησα τη μνήμη μου
να τρυπώσει στο χρονοντούλαπο της. Τις χαρές και τις λύπες της να μυρίσω,
τα αρώματα απ τους πόθους της να αγγίξω, τους ήχους και τα σύμβολα της
να θυμηθώ και το μαράζι της να πιω. Να δυναμώσω. Να θεριέψω μια ψυχή
χωρίς αρχές. Μια ψυχή χωρίς έλεος βουτηγμένη σε μια κούπα δηλητήριο ανακάτεμα θυμού και οργής. Τα πόδια μου ακούραστα να τρέχουν με μια ψυχή κούρβα σωστές κινήσεις να χαράξω στης αγχόνης την σκακιέρα. Τη διαθήκη της να ανοίξω.
Την ιστορία της να τραγουδήσω. Να τιμωρήσω τον ένοχο, τους ένοχους
που την ανάσα της στερήσανε. Την ανάσα ενός χαμόγελου. Το χαμόγελο μιας ματιάς. Το άγγιγμα μιας γλυκιάς κουβέντας. Ένα κουρέλι χάδι την γύμνια της να κρύψει.
Να μη τρέμει στον πύρινο ήλιο και να μη φλέγεται στο καταχείμωνο το κορμί της.
Να μη σβήνει μέσα στη θλίψη αδιαμαρτύρητα. Σε μια σιωπή της σιωπής
των ανυπεράσπιστων γιατί. Σε μια καταδίκη χωρίς Θεό και νόμο. Αν έφταιγε
να μάθω, να λυτρωθώ, να μη ξεχάσω μα να συγχωρήσω. Όταν την έβλεπα
να τελειώνει, αιχμάλωτη του μυστικού της με καρτερικότητα χωρίς να μου μιλά,
το κουκούλι της να τρυπήσω επιθυμούσα. Μια σάρκα με οστά να ξεδιαλύνω
και την ψυχή της να σπουδάσω. Τις νύχτες σα μέλισσα τρυγούσα
τους αναστεναγμούς της και τους αποπλανούσα.
Τους ξελόγιαζα να δω με ποιες μάγισσες πάλευε. Σαν τον Βαρδάρη που σφυρίζει
και το τραγούδι του δεν προλαβαίνουμε ν ακούσουμε, έτσι στο χρόνο μπερδεμένα ήταν τα λόγια της.
«Στόλισα την ψυχή μου αλυσίδες δεν είδα την αρχή τους είδα το τέλος τους.
Τα χέρια του » ψιθύριζε.
Και ύστερα έτσι πως ήταν αφημένη στα χέρια του Μορφέα έλεγε σαν σε απαγγελία.
«Βιολί ήταν στα χέρια του η ψυχή μου, που τις χορδές του τέντωσε τόσο
να μην αντέξω. Να τραγουδήσω ήθελα όχι να τον ληστέψω». Και όταν ξυπνούσε
το πρωί και ρωτούσα τι συμβαίνει μ αποκρινότανε με μυστικότητα ιερή μη λάχει
και κανένας μας ακούει. Μη δίνεις σημασία στα παραμιλητά μου. Είναι όνειρα
που με συντροφεύουν και διώχνουνε τη σκοτεινιά.
Μου δείχνουνε πως είναι ο θάνατος.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-09-2006