Δεκέβρης (χαμένος)

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλό μεσημέρι Κυριακής σε όλες και σε όλους

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ανέτιων αρχεμών στιγμές, θαρρώ πως είναι τώρα,
θαρρώ πως για ανάπιασες, ξανά σήμανε ώρα.
Ετούτη η περασάδα, μου μοιάζει πως, καινούρια
δίνει ορμή στα πράματα, στήνει παλιάς μνημούρια.

Κατέχω πως υπάρχει, μια φήμη γριγιά, πως τάχα,
ξανάνιωμα, με άνοιξη, μπορεί να 'ρθει μονάχα...
Μπορεί και να ‘ναι αλήθεια, αν κάποιος απαριάσει,
σάλαγο για φαύνας λασιά, κρουσμένης φλόρας βιάση…

Ο βλαστεμός ο σύψυχος, η άνθηση, η γέννα,
τ' άμαντα νιάτα της μαγιάς, μοιάζουν παραδαρμένα…
Η άνοιξη είν' κοπελιά, σαλόζα για φτιασίδια,
δεκαοχτάρονη, θαρρείς, οπού ποθεί στολίδια.

Είναι εγώπαθη, μαθές, για λόγου της φροντίζει,
κι απ' εδικό της σφάνταγμα, ολότελα γιομίζει,
δεν έχει για κοσκίνημα, την όρεξη, τη βλέψη,
μηδέ σ’ αναγυρέματα, θα σπαταλήσει σκέψη…

Για ρέβνιασμα, ξεσκάλισμα, Δεκέβρης είν' αρμόδιος.,
σαν νους αναμαζώνεται, δεν είναι πια πλανόδιος,
σαν όρντινα βιολογικά της ζήσης έχουν χάσει,
ορμή τους, για γοντζέ κι αθό, κι έχουνε πια χορτάσει.

Σ' αποκαθίδια πιθυμιάς, κάτ' από φρέσκο χιόνι,
ο εαυτός μας άψεφτος βγαίνει, κι ίσως να κρυώνει
μα βρίσκει στη σιγαλεριά, απλάδι να ξαβγίζει,
τους λογισμούς, και για αρχές νιόκοπες να βιγλίζει.

Στις πυροστιές της κόρφων του, η καθεμιά τσιμπλίδα,
φέγγει ετοιμοθάνατη με μια στερνή αχτίδα,
για φρέσκα προσανάμματα, αφήνοντας τον τόπο
λέφτερο, σαν την πούλβερη, να διώξεις, μπεις σε κόπο.

Χιονόψιχες κρινένιες του, στον ντρένιο τον αγέρα
της ζήσης μας, λιανώματα, είν’ ελπιδιάς, σε ξέρα,
και ράκη μιας αντάρας του, στα δέντρα, ως κρεμάρια
από πλύση κατσίβελων, μπορεί, λύσης βλαστάρια.

Και σιγαλιές του νύχτερες, ωσάν κάποια διασίδια,
απ' αργαλειό ασκέπαστης πλάσης δίχως κεντίδια,
μπορούν να σε διδάξουνε, τι είναι αμνηστία,
και στα μακριά σεφέρια, πως ν' αντέχεις τα φορτία.

Είν' εβαγγελιστής κρυφτός, των μυστικών της φύσης
του ένστικτου και της ψυχής, και σ'ερχομό μιας δύσης,
ξεπροστυχέβει τ' άγναφα τα έθη των ανθρώπων,
κονταίνει την απόσταση, καρδιών μα και προσώπων.

Και στέλνει-τους συμαζωχτούς, σε σκόλες να γλεντάνε,
με κάποια χάρη φυσική, οι μίμοι που ζητάνε,
να βάλουν στη μανιέρα τους, τι ο Χαμένος έχει,
αίμα ζεστό στις φλέβες του, κι ας αναλυεί κι ας βρέχει…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 04-12-2022