Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Ομίχλη

Ομίχλη

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλό ξημέρωμα και καλό Σαββατοκύριακο σε όλες και σε όλους.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Λέει, πως απ' το πρωινό, μιαν ασταμάτητη βροχή,
θολιάζει, πέφτοντας δαρτή, στο ψαροχώρι, τις θωριές,
και, πως της βάλης οι ελιές, σκύβουν τα κλώνια τους βαριές,
τι, λιόθρεφτες, δεν έχουν για τόσο νερό την αντοχή…

Λέει, πως οι φτενές πλαγιές, κει που η λούβερη ανθεί,
σαρώθηκαν απ' της βροχής, το ασημένιο το φορτί,
και πως οργιάκια καινουργιά, μια λούμα άφησαν φερτή,
πλήθια, στης βάλης γαλανό, πόχει με καναβό σμιχθεί…

Λέει, των μέρικων κλαριά, πως καταντήσαν σεντζαπιά,
και λέπια τους, πως, πεσιμιά, γιομίζουνε την παραφρή,
με φύκια σιάχνοντας, σμιχτά, κουριόζα ξώπετσα στιφρή,
οπού των κοχλαδιών θωριές, κατσώνει με αδιαντροπιά…

Λέει και, ντάλα γιόμα πως, εστάθη η κατεβασιά,
και πούσι έπεσε πυκνό, ως σάβανο λεφκό, αχτής
πνιγμένης, στούφικης, νεκρής, κάποιας φανέστρας ανοιχτής,
στερφέβοντας την παντοχή, για λιοβολιάς τη ζεστασιά…

Πως έκρυψε το ριχτιμιό, και το κλησάκι τ' αχαμνό,
στης πούντας, βίγλα, την κορφή, εστόμωσε και τα πουλιά,
που κρύβονται μες στις φωλιές, βαστώντας νέτη σιγαλιά,
κατάσβησε και κάθε φως, στο πόδισμα το ταπεινό…

Λέει, πως όλη τη νυχτιά, το καμπανάκι του φανού,
που στο μουράγιο, ακρινά, ξανοίγει πέλαου νερά,
δεν αποστάθηκε στιγμή, με του ανέμου τα φτερά,
να στέλνει σήμα, στα σκαριά, για τράκο, κίντυνου τρανού…

Κι αποχαράζει, πως φορές, τις ξέρες, που ‘ναι στ’ ανοιχτά,
να γίνονται, τις έχει δει, σκύλλες με δόντια κοφτερά,
και, τους μαρνέρους, να βουτάν, μες στην ομίχλη δολερά,
με ακρονύχια τους κρυερά, μ' όσα κι αν είχαν φυλαχτά...

Και κάποια λέει προσεφκή… Μα στα μισά του Γυαλινού,
η μέρα είν' απ' το πρωί, σιγανεμένη, λαγαρή,
δεν πνιγουριάζει τη νυχτιά, κάποια ομίχλη μυσαρή,
άχναρες από γνεφαλιά, είν' οι αγκάλες τ' ουρανού…

Πολλές βδομάδες πάνε πια, που πέσαν δυο σταλαματιές,
και στα λιοστάσια, στον πεφκιά, τα δέντρα είναι διψερά,
το πουλολόγι στου γαρμπή λόχη ανοίγει τα φτερά,
και γυροτρόγυρα αχούν, των χαμοκοιλαδιών στρατιές…

Και πέλαου εβωδιακού, είναι ανάμα τα νερά,
τα ξώπετρα που 'ν' στ' ανοιχτά, μοιάζουν καλούδες αρμυρές,
φάρος για γάρμπος μοναχά, στράψεις του στέλνει λαμπερές,
και σήμαντρο της εκκλησιάς, «σπερνός», φωνάζει τρυφερά…

Μα, κει στου πόρτου μια γωνιά, σ' ένα σπιτάκι ταπεινό,
αθατερό, και σε αβλή, πόχει μια περγκολιά στρεβλή,
ο γέρος κάθεται σκυφτός, και κομπολόι ορτζελί,
ξεκλώθει μες σ’ αφαιρεμό, γρούζοντας απ' το πρωϊνό…

Κι είναι το βλέμμα τ' αδειανό, τι οι αντάρες στο μυαλό,
απλοκαμούν από καιρό, και σπαρταρά συχνά-πυκνά…
Ξαμώνει στους περαστικούς, βραχιόνια, δάχτυλα ρικνά,
και λέει για κακοκαιριά, που δυναστέβει στο γιαλό…

Κι όπως κανείς δεν του μιλά, γυρνά με χείλη που σπαρνούν,
και με κεφάλι του γειρτό, πιάνει καθέκλα ξηλωτή...
Της μέρας γύρω που γελά, γάρμπος δε νιώθει, και στρωτή
ρούγα σε μουχλερή νυχτιά, οι σκέψεις του ξαναπερνούν…

Κι εγώ που έστησα αφτί, άκουσα: "Αχ, πικρή θανή,
του κάκου πήγαν προσεφκές, τόσων ναφτών σε καταχνιά,
μα, μένα να με πάρεις, βρες, μέρα που θα σου βγει σπλαχνιά,
και η παράδεισος θα είν', δίχως αντάρα, γαλανή"...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-01-2023