Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Γεμόφεγγο του σκουληκιού

Γεμόφεγγο του σκουληκιού

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλό ξημέρωμα και καλή εβδομάδα σε όλες και σε όλους. Για τους ξενύχτηδες στις 3 και κάτι, είναι η μαρτιάτικη πανσέληνος, το γεμόφεγγο του σκουληκιού.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Του ασημόνερου ρογιές, του διάργυρου σταλίδες,
χαλέβει γης π' ανάχλιανε, στου Μάρτη πρώτες δρίμες,
κι απ' τα μισίδια της ζητά, της χειμωνιάς τις μνήμες,
να σβήσει με τα φτιάσματα, που ζάρουν οι συλφίδες...

Μα δε βλογά τ' αρχαρικό, τ' ογρό, το 'χουνε πάρει,
της Βενετιάς οι μάστοροι, που σιάχνουν τηρογυάλια,
κι η δόλια γης, στον ουρανό σηκώνει παρακάλια,
και στων αστριών αζάλικες, αποκουμπίζει θάρρη…

Να στείλουνε πραματεφτή, περατιανό ξεφτέρι,
να 'χει του δειλινού βαφές, της άλμπας τα νιψίδια,
να 'χει τη πούλιας τα φιλιά, τ' αβγερινού παιχνίδια,
κι αποσπερίτη συντροφιά, αμάλγαμα να φέρει.

Κι ο ουρανός σοφίστηκε, κι όρισε το φεγγάρι,
που ‘χει του ασημόφωτου, τρανά αποθετάρια,
πάν' απ 'τη στερημένη γης, με γέμωση καθάρια,
να φέρεις-της, το ποθητό, του διάργυρου λογάρι...

Τ' αστέρια έκαμαν βουλή, και μήνυσαν στ' ασλάνια,
του ουρανού, ν' αφήσουνε μπροστά τους να περάσει,
στείλανε και τον Γελαντζή, το δρόμο να τοιμάσει,
μαζί με τ' άστρο τη αυγής, σα 'ρθει, να 'χει κουμπάνια…

Κι ορμήνεψαν τα σύγνεφα, ν' αφήσουν συναλίκια,
κι αριά και που να βρίσκονται, χαμπέρια τους να λένε,
ανάρια να μαβρίζουνε και σκορπιστά να κλαίνε,
να μην πολυσκοτίζουνται για θεριακών καμτσίκια…

Κι αυτά πείθουνται και βαστούν, σφιχτόχερα, βροχάδες,
κι ως φτάνει ο λαμπρόχυτος, ο κούμουλος αχτάρης,
χύνεται τ' ασημόφωτο, ως αγαπός παθιάρης,
κι από το θώρι, σβήνουν, γης, χνάρια απ' τους χιονιάδες...

Οι ανθιστές οι μυγδαλιές, χυτές νεραϊδοφέρνουν,
της γέμωσης το φως ρουφούν, του κρέκεζου γοντζέδες,
και ο μαρτιάκος κίτρινους, λάσκος σπέρνει λεκέδες,
στα ρόγγια π' αργυρόχλωρο, κουριόζο, χρώμα παίρνουν.

Σιγούν οι παρδαλέχτορες, η φεγγαριά τους σκιάζει,
κι ακόμα χελιδόνισμα, τη μέρα δεν αγνίζει,
μόνη, στ' αφύλλιαστα δεντριά, η σκλώπα κικκαβίζει,
και κλαροπόντικο τηρά, λιμάγρια που το βιάζει.

Μα, κάτω απ' το ξώπετσο τη γης, με φως λουσμένο,
εκεί που φαύνα κρύβονταν, τη θράψη να γλιτώσει,
τα ζούφια και οι σκούληκες, έχουνε ξεσαλώσει,
και χώμα που αφράτεψε, έχουνε αργασμένο.

Στο τέντωμα της μάνας γης, να βγούνε, δε θ' αργήσουν,
αφήνοντας ξωπίσω τους, λαγούμια ανοιγμένα,
και δουλεφτές απόκοντα, με σύνεργα κρυμμένα,
μήνες στους αχερώνες τους, θα βγουν να καλουργήσουν.

Και πετροκλήδες, γύφταλοι, γλέντι θα 'χουν στημένο,
οι μυγοχάφτες πασκαλιά, τσικτσίδες πανηγύρι,
και μαρτινάκι, στη φωλιά που άφησε, θα γείρει,
και με το ταίρι του ξανά θα ζει αγαπημένο.

Οι καλλιεργοί, τα σύγνεφα θα τα παρακαλάνε,
φεγγάρια να μη γνοιάζονται, και δυο νερά να ρίξουν,
αλλιώς, θα πάν' οι κόποι τους, στράφι και θ' απορρίξουν,
φυτέματα, σπαρσίματα, σοδειές που καρτεράνε.

Κι η γης που είχε παντοχή, στων σκούληκων τη φέξη,
για να μορφύνει, να σιαχτεί, με τ' ασημιά φτιασίδια,
της φεγγαριάς, θα 'χει ξανά, στην όψη της ξεφτίδια,
κι ως του Λαμπριάτη γέμωση, ανάγκαση ν' αντέξει...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 06-03-2023