Το κόλπο

Δημιουργός: ΕΛΠΗΝΟΡΑΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info


ΤΟ ΚΟΛΠΟ

Είχε καρυδιά μεγάλη
μα δεν έτρωγε καρύδια.
Βρε, μπας και τα τρώνε άλλοι;
Τον εζώσανε τα φίδια.

Στην ταράτσα, κάποια μέρα,
πήγε ρούχα να απλώσει,
κι αντικρίζει εκεί πέρα
καρυδότσουφλα μια στρώση!

Κάργιες, σύννεφο, πετάνε,
σαν του Χίτσκοκ τα πουλιά,
κι όσοι από 'κει περνάνε,
μένουνε χωρίς λαλιά.

Κάποιες απ' αυτές, κρατάνε
εις το ράμφος τους καρύδι.
Από ύψος τ' απολάνε,
κι αυτός σαν τον Αρχιμήδη,

εύρηκα, αμέσως κράζει,
με στεντόρεια φωνή.
Νους κανείς αυτό δε βάζει.
Τι ιδέα φαεινή!

Έκτοτε, ζει εν ειρήνη
με την σύζυγό του Άρια.
Κι είν' όλο χαρά εκείνη.
Δεν την ξαναείπε κάργια.

Μόνο, αν καμιά φορά,
κάμ' αυτή, καμιά μπαρούφα,
την κοιτάζει τρυφερά,
και της λέει: Μπράβο, μπούφα.

Το μυαλό της κάργιας, φίλε,
γλίτωνε, αν είχ' ο Άκης,
Θέ' μου, κι άλλες τόσες στείλε,
και ας λέει ο Καρυωτάκης.

Καρυδάκι να χορτάσουν,
όσοι στο κλεινό το άστυ,
μία κάργια ν' αγοράσουν,
κι όχι παλιοκαριοθραύστη.

Όσοι λεν για κόλπο γκρόσο,
έχουνε μυαλό παιδιού,
κι αγνοούν το δια της κάργιας
σπάσιμο του καρυδιού.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-04-2023