Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Μαγνόλια

Μαγνόλια

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλό βράδυ σε όλες και σε όλους. Χρόνια πολλά σ'όλες τις μητέρες.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μπρος σε μπαξέ του μαχαλά, πλουμιά ωριά, λεφκάτα,
αρμονικά κι ατίμητα, γυαλιστερά στη βλέψη,
καθάρια, ως η άσπιλη, η παιδιακίσια σκέψη,
καθώς χιονιά αμάλαχτη, μ' αντίσκοψαν τη στράτα...

Ανθιά μαγνόλιας δροσερά και μοσχομυρωδάτα,
του φουσκοδέντρη, κίτικου δέντρου, η πλούσια στέψη,
που έχει-τον με ξάνοιξες, η φλόρα ορμηνέψει,
μ' άγια ποτήρια φεγγερά, να ντύνει-την, λουσάτα.

Αποσταμένος, τα θωρώ, από της μέρας βάρος,
και μέσα στου κεντιάτικου, τη σύσμιχτη τη ζάλη,
ισιάζω καλντισμένο μου, αναγυρτό κεφάλι,
και τα ξετάζω μούρμουρα, με γειτονιάς το θάρρος...

«Αχ, νυφοστόλια κίτικα, σαν ποιό θεσπέσιο χέρι,
σε μιας κατάνυξης στιγμή, σε μιας ειρήνης ώρα,
στο λιόφωτο, σας σήκωσε, κι ανθόφυλλά σας τώρα,
αντιλαρίζουν φως ζεστό, μόσκου σκορπούν ξαθέρι;

Δροσάνθια που ομοιώνετε με κοντολαμπαδούλες,
λεφκές, σε χαλκοπράσινο που στέκονται μανάλι,
διακόνι αναγκέβετε, τρίγοργο να σας ψάλλει,
ή κανονάρχη ξακουστό, για δόξας σας μερούλες;

Αχ, αλαβάστρινα ανθιά, λούλουδα φιλντισένια,
το χέρι σαν ποιού μάγιστρου σας έχει γλυφανίσει,
και μοσκοκούτια σε δεντρό, χολάτο έχει στήσει,
κι ώριες γαλάτειες με θωριά κι οσμή παραδεισένια.

Λούλουδα δέντρου παλιακού, που μέλισσες στερείστε,
και σκάθαρους ξενίζετε, για να σας μετουσιώσουν,
πώς χείλη σας εβωδιαστά, δεν βρήκαν, να σηκώσουν,
μια προσεφκή στη φλόρα, που μπρούσκα λεηλατείστε;

Αχ, απριλάνθια πρόσγλυκα, χνάρια γυκαίκειας φύσης,
σαν ποιού αγγέλου ψίθυρος, μιλάει στην καρδιά σας,
και τα καρπόψυχα οπού κουρνιάζουν τα παιδιά σας,
μουτίζουν σε κομπιάσματα, στο φτάσιμο μιας δύσης;…»

Μ' αυτά δεν μ' αποκρίνονται, σιωπή τους με φιλέβουν,
μόνο με μύρο και χρωμιά, το νου μου ξεγελάνε,
και τα βαθιά τους μυστικά, κλεισμένα τα βαστάνε,
σε μύθους, που πανάρχαιες μαγιές τους μαστορέβουν...

Τα κρύφτουν μες σε νείρατα, για χρόνια περασμένα,
για χάδια που τα κέρασαν, αγέρια που διαβήκαν,
για τα τραγούδια φτερωτών, σιμά τους που σταθήκαν,
για τα βλαστάρια π' άφησαν, μπραζέρια πια σβησμένα…

Κι εγώ κουνώ την κεφαλή, και στρέφω για να φύγω,
απ' την ψυχρή σιγαλεριά, απόκαρδος, θλιμμένος,
κι ο νους μου, που με χάρη τους ήταν ξεσηκωμένος,
μου λέει μ’ αμαδρυάδες πια, να μη ζητώ να σμίγω...

Μα μια φωνή ακούγεται από το μπαλκονάκι,
που μισοκρύβεται εκεί, πίσω απ' τη μαγνόλια,
μιας λυγερής, που σκέπαινε, μαλλιά σγουρά με μπόλια,
να λέγει-μου, μυρίζοντας λουλούδι, με σαράκι:

«Ρώτα κι εμένα διάβη μου, για τα, που τα λουλούδια,
πολλή ώρα, ξαρώτησες, κι απόκριση δεν πήρες,
ίσως αλλιώς το γράψανε για λόγου σου οι μοίρες,
και στο κονάκι μου να βρεις, τα που ζητάς χαρούδια»...

Μικρήν αβλόπορτα περνώ, στο μπαξεδάκι μπαίνω,
κι ένα τραγούδι αρχινώ, γυρίσματα γιομάτο,
και σ' όνειρο βυθίζομαι, ανθί κι εγώ χιονάτο,
σε μιας μαγνόλιας αγκαλιά, στο δρόσο φωλιασμένο…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-05-2023