Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Ο μεγάλος δρόμος α

Ο μεγάλος δρόμος α

Δημιουργός: Ίμερος, Μιχάλης Κάρος

Το ξεκίνημα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Είχε πέσει το σκοτάδι για καλά, εγώ ξαπλωμένος πάνω στο αχυρένιο μου στρώμα κοίταζα τ' αστέρια να λαμπυρίζουν. Πάνω στο δέρμα μου δυο κουνούπια προσπαθούσαν με μανία να ρουφήξουν κάτι κάτω από τη ζαρωμένη από την ασιτία σάρκα μου. Ήταν το τελευταίο πράγμα που μ' ένοιαζε αυτή τη νύχτα. Αύριο κάτι θα άλλαζε, ναι σίγουρα θα άλλαζε. Θα 'ρχόταν ο λευκός κύριος και θα μ' έπαιρνε μαζί του, στο κτήμα του. Όχι πολύ μακριά από το φτωχό χωριό μου. Μόνο μια μέρα δρόμο, μέσα βαθιά από τη ζούγκλα περνούσε ο δρόμος και κατέληγε στο συνοικισμό των λευκών.
Εκεί άρχιζε τ' όνειρο, να ξεφύγω από τη δυστυχία, την πείνα και τις αρρώστιες. Καθημερινά άκουγα το κλάμα και τα βογκητά των άρρωστων και πεινασμένων χωριανών μου, καταλάβαινα πως αν ήθελα να ζήσω θα ' πρεπε να φύγω το συντομότερο δυνατόν. Άρπαξα την ευκαιρία όταν ήρθε στο χωριό ο λευκός κύριος που ζητούσε άτομα για τη σοδειά του.
Στην αρχή δεν του γέμισα το μάτι, αλλά όταν κρεμάστηκα από το αυτοκίνητό του, χαμογέλασε και μου είπε εντάξει. Δώδεκα συνολικά ήταν τα άτομα που διάλεξε να πάρει, μας είπε αύριο το πρωί θα περάσει το φορτηγό του να μας φορτώσει για το κτήμα.
Έτσι απόμεινα ξάγρυπνος όλη νύχτα, σκεφτόμουν τη μάνα και τ' αδέλφια μου που κοιμόντουσαν παραδίπλα από την πυροστιά που ήταν στη μέση της αχυροκαλύβας μας.
Ήμουν δεν ήμουν δεκαέξι χρονών και με θεωρούσαν τον προστάτη της οικογένειας, από τότε που πέθανε ο πατέρας μετά τη μεγάλη σφαγή, στο λοιμό που ακολούθησε. Έκανα τις περισσότερες δουλειές του χωριού, βοηθώντας παράλληλα τη μάνα μου, που ετοίμαζε ότι μπορούσα να φέρω από το δάσος για φαγητό.
Άκουγα τις ιστορίες που έλεγαν οι μεγαλύτεροι τα βράδια γύρω από τη φωτιά μασουλώντας ένα κομμάτι ζαχαροκάλαμο. Η φαντασία μου έπλασε τα υπόλοιπα, με τον πηλό των ονείρων που έκανα ξύπνιος. Άκουγα για τεράστιες μηχανές και αυτοκίνητα που προχωρούσαν χωρίς ζώα, για σπίτια ξύλινα και πέτρινα μαζί. Για άφθονο φαγητό που δεν χρειαζόταν να το μαζέψω από το δάσος.
Τι άλλο καλύτερο να θέλω από αυτό που μου έτυχε με τη δουλειά, μια μεγάλη ευκαιρία για να αλλάξω ότι μπορούσα. Ότι και να γίνει από δω και πέρα καλύτερο από αυτό που ζω θα είναι. Άρχισε να ξημερώνει σιγά-σιγά, σηκώθηκα και έκανα μπόγο τα λιγοστά μου ρούχα και πήγα εκεί που περίμεναν και οι άλλοι. Δεν ήθελα να δω τη μάνα μου να κλαίει, ούτε και τα απορημένα προσωπάκια των αδελφών μου. Θα κρατούσα την εικόνα τους στο μυαλό μου, δεν θα χανόταν ποτέ από κει.
Άρχισε να παίρνει ζωή το χωριό, μουρμουρητά και κλάματα ακούγονταν από τις καλύβες των εργατών. Ένας-ένας άρχισαν να φτάνουν στο σημείο που ήμουν κι εγώ, με το κεφάλι κατεβασμένο και το δισάκι τους κρεμασμένο σε ένα μπαστούνι. Καθώς τους κοιτούσα πρόσεξα πως και αυτοί ήταν σκελετωμένοι σαν και μένα, μια παρατήρηση που δεν είχα κάνει ποτέ ως τώρα. Άρχισα να τους βλέπω διαφορετικούς, να τους βλέπω σαν να ήταν πρώτη φορά, σαν ξένους. Αλλά δεν ήταν παρά οι άνθρωποι που μεγάλωσα ανάμεσά τους, που έπαιξα με τα παιδιά τους, τις αδελφές τους και τους ίδιους.
Το φορτηγό καθυστερούσε και ο ήλιος άρχισε να ανεβαίνει ψηλά, προμηνύοντας μια καυτή μέρα. Τα πρόσωπα άρχισαν να κατσουφιάζουν όσο περνούσε η ώρα και δεν φαινόταν το φορτηγό. Άλλοι έκαναν πηγαδάκια συζητώντας, άλλοι είχαν πιάσει τη σκιά και κάθονταν ανακούρκουδα σκαλίζοντας σχέδια στο χώμα. Κάποια στιγμή ήρθε ο αρχηγός του χωριού, τον άκουσα να μουρμουράει συμβουλές και να δίνει θάρρος σε κάποιους που δεν είχαν ξαναφύγει από το χωριό. Με πλησίασε και μου είπε να μην ανησυχώ ότι ήταν γι αυτόν τα παιδιά του θα ήταν και τ' αδέλφια μου. Λες και ήξερε τι σκεφτόμουν, λες και διάβασε το πρόσωπό μου. Τον διαβεβαίωσα πως θα ήμουν ήσυχος και καλός εργάτης και πως αν μπορούσα θα έστελνα και κάποια βοήθεια. Το ημίγυμνο κορμί του γυάλιζε καθώς έφευγε και τον χτυπούσαν οι αχτίνες του ήλιου.
Κάπου μακριά ακούστηκε η μηχανή του φορτηγού να αγκομαχάει στον κακοτράχαλο δρόμο. Όσο πλησίαζε τόσο τα βλέμματα άρχιζαν να ζωντανεύουν. Φάνηκε στην άκρη του δρόμου ένα καμιόνι με τέντα και πάγκους στο πλάι, με ένα καραβόπανο απλωμένο για σκεπή, που θα κράταγε κάποιες από τις θερμότερες ανάσες του ήλιου. Πάνω στους πάγκους κάθονταν κιόλας επτά άνδρες από κάποιο γειτονικό χωριό. Μας χαιρέτησαν όταν αρχίσαμε να ανεβαίνουμε πατώντας στα δυο σκαλοπάτια της καρότσας. Είχα δει κάποιους από αυτούς στις μακρινές μου βόλτες πέρα από το δάσος. Γεωργοί όλοι με σκληρά χαρακτηριστικά και βλέμμα χαμένο. Έτσι θα γίνω κι εγώ, σκέφτηκα, μετά από μερικά χρόνια.
Το φορτηγό ξεκίνησε με πιο βαριές ανάσες τώρα σαν βαρυφορτωμένος ελέφαντας. Η ώρα περνούσε και το φορτηγό δεν έλεγε να σταματήσει. Ήταν ο ήλιος ψηλά όταν βγήκαμε από το δάσος με κατεύθυνση τα βουνά στο βάθος της πεδιάδας.
Φτάσαμε μετά από μία ώρα περίπου σε ένα μικρό οικισμό με καμιά δεκαπενταριά καλύβες σαν αυτές του χωριού αλλά πιο παλιές και κακοσυντηρημένες. Μας περίμενε ένα πιάτο φαγητό και νερό άφθονο. Πέσαμε με τα μούτρα, αν και ήταν άνοστο το φαγητό μου φάνηκε πως ήταν το καλύτερο που δοκίμασα ποτέ.
Μέχρι να ταχτοποιηθούμε ήρθε και ο επιστάτης με ένα ανοιχτό τζιπάκι που πρώτη φορά έβλεπα. Μας είπε πως για σήμερα δεν υπήρχε άλλη δουλειά από το να φτιάξουμε τις καλύβες και να διαλέξουμε τις παρέες μας.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-11-2006