Παραμύθι για ένα φύλλο(β μέρος)

Δημιουργός: silmariel

Θα υπάρξει και ένα εναλλακτικό,ελαφρως πιο αισιόδοξο τέλος.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Το φύλλο ένιωσε να τρεμουλιάζει τη στιγμή που δέχτηκε να μείνει.Δεν ήξερε αν ήταν φόβος ή συγκίνηση.Ο άνθρωπος το χαιδεψε τρυφερά και εκείνο τρεμούλιασε πάλι.Ένιωσε ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα,αγάπη.Ο άνθρωπος ακούμπησε προσεκτικά το φύλλο πάνω στο γραφείο του.Και έτσι κυλούσαν οι μέρες.Ο άνθρωπος γύριζε σπίτι κάθε απόγευμα και τότε ήταν οι πιο όμορφες στιγμές για το φύλλο.Μιλούσαν για τα ταξίδια που είχαν κάνει και για όσα είχαν δει,πάθει και μάθει.Και όταν κάποιες μέρες ο άνθρωπος δε δούλευε,τότε κάθονταν μαζί ώρες ολόκληρες κάνοντας παρέα νοερά ταξίδια.Μα όταν ο άνθρωπος έλειπε,το φύλλο μελαγχολούσε,γιατι παρ'όλη τη μελωδία του σπιτιού,άκουγε απ'έξω τον αέρα να φυσά,να το καλεί σε άγνωστα μέρη.Κάποιες φορές μάλιστα ο άνεμος τρύπωνε στο σπίτι απο τις χαραμάδες, έριχνε το φύλλο στο πάτωμα,ενώ το κορόιδευε,λέγοντάς του,πως όσο και αν ζεί με τον άνθρωπο,πάντα φύλλο θα παραμένει.Τότε εκείνο σκεπτόταν πως τα φύλλα είναι μαζί μόνο για λίγο,μέχρι να τα φυσήξει ο αγέρας σε αντίθετες κατευθύνσεις,ενώ με τον άνθρωπο ήταν διαφορετικά,υπήρχε αληθινή αγάπη και ας ήταν διαφορετικοί.Μα παρ'ότι το φύλλο σκεπτόταν έτσι και παρ'όλη την αγάπη που ένιωθε για τον άνθρωπο ήξερε μέσα του πως ο αέρας είχε δίκιο και άρχισε να μαραζώνει.Ο άνθρωπος πρόσεξε την αλλαγή αυτή και προσπαθούσε να χαροποιήσει το φύλλο,λεγοντάς του ιστορίες,τραγούδια,μαζεύοντας πρωινές δροσοσταλιές για εκείνο,μα δεν κατάφερε και πολλά.Το φύλλο χαμογελούσε,τον ευχαριστούσε του έδειχνε την αγάπη του με κάθε τρόπο,μα μόλις ο άνθρωπος γύριζε για λίγο αλλού το βλέμμα του εκείνο δάκρυζε γνωρίζοντας πως είχε αρχίσει να μαραίνεται.Σιγά σιγά το χρώμα του άρχισε να ξεθωριάζει και ο άνθρωπος κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα του αποχαιρετισμού.
Το πήρε τρυφερά στη χούφτα του λέγοντάς του"Σε αγαπάω μα δεν έχω δικαίωμα να σε κρατήσω άλλο."Άνοιξε το παράθυρο και έβγαλε έξω τη χούφτα στην οποία βρισκόταν κουρνιασμένο το μικρό φύλλο και περίμενε τον άνεμο.Περίμεναν έτσι αρκετές ώρες,μα δεν μιλούσαν μόνο κοιτάζονταν.Λιγο πριν την ανατολή ένα ελαφρύ αεράκι ήρθε προς το μέρος τους.
Την στιγμή που το φύλλο ανασηκώθηκε ελαφρά του ψιθύρισε"Σε αγάπησα πραγματικά,μα είμαι φύλλο,συγχώρα με"και υψώθηκε προς τον ουρανό.Ό άνθρωπος κοιτούσε το φύλλο μέχρι που χάθηκε.
Δεν πέρασε πολύ ώρα που πετούσε,και το φύλλο που δεν σταμάτησε στιγμή να σκέφτεται τον άνθρωπο,φορτωμένο΄και βαρύ απο τις αναμνήσεις,αφέθηκε να πέσει προς τα κάτω.Δεν μπορούσε πια να πετάξει.Βρέθηκε στη νοτισμένη άσφαλτο περιμένοντας να δει την ανατολή.
Ξημέρωσε και οι άνθρωποι μπηκαν στα αυτοκίνητά τους για να πάνε στις δουλειές τους.
Κανεις δεν πρόσεξε καθώς οι ρόδες τους γλιστρούσαν στήν άσφαλτο πως πατούσαν ένα φύλλο.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 06-12-2006