Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Η κάθοδος του Galanta 2

Η κάθοδος του Galanta 2

Δημιουργός: Ίμερος, Μιχάλης Κάρος

Συνεχίζεται σύντομα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μαύριζε έξω από το τραίνο ο ουρανός, ένας τριαντάρης μυστήριος τύπος καθόταν στις πίσω θέσεις του δεύτερου βαγονιού. Ντυμένος στα σκούρα δεν τράβαγε την προσοχή, άλλωστε η αποστολή του δεν το επέτρεπε. Θα έπρεπε να φτάσει στην Αθήνα χωρίς να τον μυριστούν. Θα έκανε μια στάση στο Μουζάκι να συναντήσει το σύνδεσμό του στην αποστολή, είχαν πολλά να πουν. Θα έπαιρνε οδηγίες και τα κλειδιά της υπόγας που θα έπρεπε να κρυφτεί όσο θα ήταν στην Αθήνα. Μακάρι να πάνε όλα καλά σκεφτόταν. Πέρασε ο ελεγκτής και φώναξε επόμενη στάση Παλιοφάρσαλο, ετοιμάστηκε έπρεπε να θολώσει τα νερά, να χάσουν τα ίχνη του. Κατέβηκε γρήγορα στην αποβάθρα και πήγε προς την πιάτσα των ταξί. Στο Μουζάκι έδωσε εντολή στον ταξιτζή που έτριβε τα χέρια του για την καλή κούρσα που του έτυχε. Θα το μαδήσω το κορόιδο σκεφτόταν, δεν ήξερε όμως με τι κουμάσι είχε να κάνει. Προσπάθησε να του πιάσει κουβέντα αλλά μάταια, μυστήριο καράβι ο τύπος σκεφτόταν.
Ξύπνα κύριος φτάσαμε, φώναξε ο ταρίφας. Πόσα θες μουρμούρισε ο τύπος, ογδόντα ευρά, και γρήγορα βιάζομαι να γυρίσω. Βάζει το χέρι στην τσέπη ο ταξιδιώτης και το βγάζει κρατώντας μια κάμα και σαράντα ευρά, τι προτιμάς, χαρτί η ατσάλι κόπανε τον ρωτάει. Ξεροκαταπίνει ο ταρίφας και παίρνει τα λεφτά, κατέβηκε ο τύπος και ο ταρίφας έφυγε σαν να τον κυνηγούσε ο διάολος. Σήκωσε το γιακά και τράβηξε για το στέκι της Ρίνας, δυο στενά πιο κάτω από την πλατεία. Έκανε μια αναπάντητη κλήση και συνέχισε το δρόμο του για το στέκι. Ο σύνδεσμος θα 'ρχόταν σε λίγο, Μπήκε σπρώχνοντας την ξύλινη πόρτα, και κάθισε σε ένα τραπεζάκι στο βάθος. Δυο παρέες όλες κι όλες στο μαγαζάκι, του έριξαν μια αδιάφορη ματιά και συνέχισαν την κουβέντα τους και το πιοτί. Ένα παλιό ραδιόφωνο έπαιζε κάτι βλάχικα με βραχνή φωνή. Δεν πέρασε πόλη ώρα που περίμενε, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μια κυρία που νόμιζες βγήκε από άλλη εποχή, αρχοντογυναίκα. Χαιρέτησε το μαγαζί και πήγε προς το μέρος του ξένου. Του έδωσε μια κάρτα και αυτός την έσχισε στα τέσσερα, ήταν το σύνθημα, έδωσαν τα χέρια Μαργαρίτα είπε και κάθισε. Είχε παραγγείλει στο μεταξύ και έκανε νόημα για ένα καθαρό στον ταβερνιάρη. Έβαλε το χέρι στην τσάντα της και έβγαλε ένα ζευγάρι κλειδιά, τα άφησε με τρόπο δίπλα στο πιάτο του, αυτός τα σκέπασε γρήγορα με μια πετσέτα και συνέχισαν σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Δεν είπαν πολλά μέχρι να φέρει το ποτήρι ο κάπελας. Μετά άρχισε να του εξηγεί πως θα πάει στη γιάφκα. αυτός κούνησε καταφατικά αρκετές φορές το κεφάλι του, δείχνοντας πως καταλαβαίνει. Η γυναίκα σηκώθηκε και χωρίς να κοιτάξει πίσω βγήκε από το καπηλειό. Αυτός μετά από λίγο ζήτησε το λογαριασμό και βγήκε στον κρύο αέρα ψάχνοντας για ένα σκούρο κατσαριδάκι που ήταν παρκαρισμένο εκεί κοντά. Έτσι του είχε πει, πράγματι στα πενήντα μέτρα το βρήκε. Ήταν κρύο όταν μπήκε μέσα, νόμιζε πως θα του έδινε το δικό της αλλά έκανε λάθος. Κάτω από το κάθισμα βρήκε το φάκελο με τα χρήματα, τελικά ήταν πολύ σπουδαίο να έχεις συνεργάτες που μπορείς να βασίζεσαι. Έβαλε μπροστά τη μηχανή και ξεκίνησε για την Αθήνα, για τη μεγάλη συνάντηση. Παρ' ότι ήταν παλιό δούλευε ρολόι το κατσαριδάκι τον έφτασε στην Αθήνα αδιαμαρτύρητα. Πήρε κατεύθυνση προς την Κυψέλη, κόντευε να ξημερώσει, οι πρώτοι που έβγαιναν βιαστικά από τα σπίτια τους έτρεχαν να προλάβουν τα λεωφορεία. Σε λίγο θα έβγαιναν οι εποχούμενοι και θα έβρισκε να σταθμεύσει κάπου το σαραβαλάκι, έτσι κι έγινε. Άρχισε να περπατά με γρήγορα βήματα, αφήνοντας πίσω του κάθε στοιχείο που θα τον συνέδεε με το όχημα. Μερικά τετράγωνα παρακάτω πήρε ταξί ώστε να χαθούν τα ίχνη του, τον άφησε κάπου στην Αχαρνών και συνέχισε με τα πόδια. Κάπου στην πλατεία Αμερικής σταμάτησε μπροστά σε ένα παλιό κτήριο, στην πόρτα του υπογείου και έβγαλε το δεύτερο κλειδί, το άλλο το είχε αφήσει πάνω στη μηχανή του αυτοκινήτου. Μπήκε μέσα και χωρίς να ανάψει φως έκλεισε πίσω του την πόρτα. Του άρεσε όλο αυτό το μυστήριο, το απολάμβανε μέχρι τέλους.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-12-2006