Μπλοκ ιχνογραφίας

Δημιουργός: Γιώργος_Κ, Γιώργος Σ. Κόκκινος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[B]Άλλαξα το τετράδιο καταγραφής των σκέψεων μου.
Χρησιμοποιώ πλέον μπλοκ ιχνογραφίας, χωρίς γραμμές, χωρίς κρίκους
χωρίς τις αλυσίδες της σκλαβιάς, που σε κρατούν αιχμάλωτο
ανάμεσα στις λέξεις του παρελθόντος.
Ποτέ δεν ακολούθησα τους κανόνες, γι’ αυτό και το έριξα στην ποίηση.
Λένε πως η ποίηση δεν διαθέτει κανόνες και νόμους, και το πίστεψα.
Πάντα αντιδραστικός, αρνητικός, απόλυτος, γιατί έγραφα με το αίμα
και με τα δάκρυα της ψυχής, χωρίς ούτε μια στάλα νερό στο κρασί μου.
Άλλαξα μόνο το τετράδιο των σκέψεών μου, κι όχι τη ζωή.
Τη ζωή δε μπορείς να την αλλάξεις, σε αλλάζει εκείνη όποτε το θελήσει
γιατί μοιάζει με τη γυναίκα που σε κουμαντάρει, σα τη θάλασσα
που σε παρασύρει, πότε στ’ αφρισμένα κύματα και πότε στο βυθό της.
Προμηθεύτηκα κι ένα ωραίο μαρκαδοράκι, που δεν κουράζει καθόλου το χέρι.
Σε παρασύρει κι ετούτο να γράφεις για ώρες, για χρόνια, ασταμάτητα.
Κουράστηκα πολύ στη ζωή μου και πόνεσα κι έκλαψα, στερήθηκα, γέλασα
άλλες φορές ερωτεύτηκα τις στιγμές μου, μα δεν με ερωτεύτηκαν ποτέ.
Έκαμα τη θητεία μου στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στρατιώτης του πεζικού
κι άλλη μια φορά ντύθηκα στρατιώτης, μέσα στην κοινωνία που γεννήθηκα
και μεγάλωσα.
Η πόλη μου από τις πλουσιότερες πόλεις των Αθηνών, όπου το χρήμα
ρέει άφθονο και τρέχει από τα κασμίρικα μπατζάκια των πρωτευουσιάνων.
Όλοι τους διασκεδάζουν τα βράδια, γλεντούν και χαίρονται και γελάνε.
Κυκλοφορούν με πολυτελή αυτοκίνητα και ακριβά ρούχα, με πούρο στο στόμα
με όμορφες γυναίκες, σαν τα κοπάδια, σαν αγέλες προβάτων στα πράσινα λιβάδια.
Δε ζηλεύω τα παλάτια, μήτε τα παλιά αρχοντικά με τις απέραντες αυλές τους.
Εγώ γεννήθηκα από φτωχούς και τίμιους επαρχιώτες, που ήρθαν στην Αθήνα
για να βρουν μια καλύτερη τύχη, αλλιώς οι εποχές τότε, αλλιώς οι σημερινές.
Πιο αγνοί οι άνθρωποι, πιο αθώες οι μέρες τους, είχαν μόνο το φαγητό τους
κι ένα μπαλωμένο παντελόνι κι ένιωθαν ευτυχισμένοι, έκαναν οικογένεια.
Οι εποχές άλλαξαν, οι άνθρωποι άλλαξαν, οι αξίες και οι αρχές άλλαξαν
οι επιχειρήσεις της γειτονιάς μου έκλεισαν και δίπλα τους άνοιξαν κολοσσοί
με αλυσίδες καταστημάτων σε όλη την Ευρώπη.
Που βρέθηκαν τόσα χρήματα ρε παιδιά, από τη μια μέρα στην άλλη;
Οι περισσότεροι γείτονες, άλλαξαν και το παλιό τους αυτοκίνητο
πήραν καινούργιο δικό τους κι ένα cabrio για τον κανακάρη τους
κι έτσι κάθε φορά που οδηγώ μέσα στο κέντρο της πόλης, διαπιστώνω
ότι όλοι με κοιτούν κάπως περίεργα σήμερα ή κορνάρουν επίμονα.
Στην αρχή δεν είχα καταλάβει το γιατί, μετά έμαθα, έτσι μου είπανε
“πούλα το, πούλα το και πάρε ένα παπάκι να κάνεις τη δουλειά σου”.
Έμαθα έντρομος, πως το αμάξι μου δε στοιχίζει παραπάνω από ένα μηχανάκι.
Έκανα το λάθος μια φορά να μη σπουδάσω, το μετάνοιωσα
ούτε καν σε κάποια άσχετη ειδικότητα που δε θα με ενδιέφερε επαγγελματικά.
Δεν έπιασα βιβλίο στα νιάτα μου, αναγκάστηκα να δουλεύω από τα είκοσι
στις επιχειρήσεις του καπιταλισμού, για να εξασφαλίσω τα ναύλα μου φαντάρος.
Άλλαξα έξι επαγγέλματα ως τα τώρα, δεν άλλαξα όμως τη ζωή μου.
Μετά από μια δεκαετία, δηλώνω και πάλι απένταρος και άνεργος.
Όσες γυναίκες το άκουσαν, μου έκοψαν την καλημέρα, “μόνο φίλοι” μου είπαν.
Φαίνεται πως η τιμιότητα και η ειλικρίνεια που διδάχτηκα στο σχολείο
έπαψαν να ενδιαφέρουν την καρδιά μιας γυναίκας, τη σημερινή εποχή.
Το διαπίστωσα κι αυτό έντρομος, όσες φορές κι αν έτυχε να υπάρξει
κάποια νέα γνωριμία στη ζωή μου.
Άκουγα πάντα τις ίδιες ατάκες, που στο τέλος τις έμαθα απ’ έξω
και γνώριζα εκ των προτέρων τι θα με ρωτούσαν στη συνέχεια.
“Χωρίς λεφτά σήμερα, δεν κάνεις τίποτα
ποιος περιμένεις να σε ζει ο μπαμπάς σου; πότε σκέφτεσαι να φτιάξεις
οικογένεια; τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου; πόσα σπίτια έχει;
τι δουλειά κάνεις; πόσα βγάζεις το μήνα; τι αμάξι έχεις; που μένεις;
α, για να μένεις σ’ αυτή την πόλη, σημαίνει πως είσαι πλουσιόπαιδο
τι, δεν έχεις ανεβεί ποτέ στον Λυκαβηττό; δεν κάνεις διακοπές τα καλοκαίρια
στη θάλασσα; δεν ξέρεις που πέφτει η Σαντορίνη; δεν έχεις πάει στο εξωτερικό;”
Έλεος απαντούσα εγώ, όχι, όχι σε όλα, τίποτα, τίποτα δεν έχω
το ταμείο ανεργίας με θρέφει.
Με κοίταζαν όλες κατευθείαν στο πορτοφόλι, στα ρούχα, με μια κλεφτή ματιά
στο ρολόι του χεριού, και μου έκοβαν την καλημέρα...
Έτσι, αντιδραστικός, ειλικρινής και τίμιος, όπως διδάχτηκα στο σχολειό.
Μα δεν ένιωσα τη θαλπωρή μιας γυναικείας αγκαλιάς, όλα αυτά τα χρόνια.
Δεν κοιμήθηκα ούτε και ξύπνησα δίπλα σε ένα θηλυκό κορμί
κάποιο ηλιόλουστο πρωινό, στο δωμάτιο ενός πολυτελούς ξενοδοχείου.
Ούτε καν πάνω στην άμμο, σε κάποια απομακρυσμένη παραλία
ένα ζεστό καλοκαίρι του Αυγούστου, δίπλα στο κύμα.
“Το ψωμί της ανεργίας με θρέφει” τους είπα, κέρασα τον καφέ
μα η γνωριμία σταμάτησε στις ερωτήσεις.
Έκλεισα το τηλέφωνο στη γιορτή μου, να μην ακούω πια κανέναν
μήτε φίλο, μήτε γνωστό, μήτε γυναίκα, μήτε κάποια παλιά αγαπημένη.
Κι όταν το άνοιξα, πέντε μέρες μετά, έμαθα πως δεν είχε τηλεφωνήσει κανείς.


...ίσως να συνεχίζεται, με τον τρόπο που θα συνεχίζεται και η ζωή...


γιώργος_κ[/B]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 31-01-2007