Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23
Ανάστασις

Ανάστασις

Δημιουργός: kin, Γιωργος

Εάν κοιτώντας ψηλά, αντικρύσεις τους καρπούς να αιωρούνται στα κλαδιά του δένδρου, τότε, εκείνο το υπέροχο συναίσθημα ασφάλειας που νιώθεις στην πλάτη, δεν είναι παρά το έδαφος στο οποίο κείτεσαι νεκρός...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ημέρα Σάββατο, το Μέγα.
Τα πρόσωπα, έγιναν και πάλι λαμπρινά,
με το φέγγος της ελπίδας, να γεμίζει τα μάτια...

Και τ'άστρα τ'ουρανού τόσα,
όσα και οι εκλησιές...

Και οι λαμπάδες, κεριά κοινά,
ντυμένα στα χρώματα της επ-ανάστασης,
προσέρχονται σβηστές, καρτερικές,
πιστές, στον δικό τους μυστικό δείπνο,
όπου το δεύτε λάβετε φώς είναι ο σωτήρας,
κι εκείνες δεν είναι παρά μόνο οι μαθητές...

Και ξάφνου, έρχεται το φώς,
οι λαμπάδες παίρνουνε φωτιά,
τ'άστρα χάνονται μπρός στο ΦΩΣ...
κι όλη η χώρα, ξαναγενιέται εκ του μηδενός...

Και πριν λαλήσει τρείς,
το φώς θα'χει χαθεί,
το χαμόγελο θα΄χει σβήσει,
και η χώρα θα κείτεται και πάλι νεκρή...

Και οι άνθρωποι νεκροί,
θύματα του δολοφόνου εγωισμού τους...

Κι αυτό, γιατί στης αναστάσεως την ώρα, το μόνο που υπάρχει είσαι ΕΣΥ.
Αποζητάς την σωτηρία, μέσω της υπάρξεως εκείνου.
Κι ο Γολγοθάς του, και η θυσία του και η ανάσταση του,
όλα, στην υπηρεσία της δικής σου σωτηρίας.
Στην υπηρεσία της εύκολης, άκοπης, απαίδευτης σωτηρίας σου,
που τελικά δεν θα'ρθει ποτέ γιατί δεν πρόκειται ποτές σου να θυσιάσεις το παραμικρό.

Πες μου, την ένιωσες ποτέ την ανάσταση του;
Την δική του την ανάσταση, την ένιωσες ποτέ;
Τον είδες, τον βλέπεις κάθε χρόνο ε;
Ανεβαίνει, ίπταται, με τα χέρια ανασηκωμένα προς τον ουρανό και το κεφάλι να κοιτάζει ψηλά...
Τον είδες;
Πες μου, τον είδες ποτέ να κοιτά κάτω, να γυρεύει να σε βρεί με το βλέμα;
Τον είδες ποτέ να κοιτάζει χαμηλά;
Οχι βέβαια, δεν θα μπορούσες, γιατί ΕΚΕΙΝΟΣ ήταν Άν-θρωπος...
Γιαυτό κοιτούσε ψηλά...
ΑΝ-ΘΡΩΠΟΣ...
Κι εσύ τον ονόμασες θεό...
Γιατί άν τον αναγνώριζες ως Άν-θρωπο, τότε εσύ θα ήσουν τι;
Τίποτα...
Γιαυτό τον ονόμασες θεό, γιά να είσαι κάτι.
Γιαυτό κάθε χρόνο τρέχεις να κλέψεις ψήγματα από την ανάσταση Του...
Για να ελπιζεις σε κατι...
Σε κάτι εύκολο, χαρισμένο, δίχως κόπο, δίχως πόνο, δίχως θυσία καμία δική σου.

Για πες μου εσύ, εσύ που ζητάς μερτικό από την ανάσταση του...
Πες μου που ήσουν όταν εκείνος ανέβαινε τον Γολγοθά του;
Εσύ;
Εσύ τον ανέβηκες τον δικό σου;
Φορτώθηκες τον σταυρό σου στην πλάτη;
Δέχθηκες να συρθείς πάνω στο βράχο έρποντας προς την κορφή ΣΟΥ;
Τις βουρδουλιές τις ένιωσες να σχίζουν το κρέας και να χώνονται μες τα τρίσβαθα της ψυχής σου;
Τις ύβρεις των βασανιστών σου, τις είδες να έρχονται και να βιάζουν ό,τι πιό ιερό έχεις;
Την χλεύη;
Την χλεύη του όχλου;
Την είδες να έρχεται ίσα πάνω σου σαν τον κυκλώνα;
Τους είδες όλους αυτούς να στέκονται από ψηλά και να φτύνουν την χλεύη τους πάνω στο γυμνό κορμί σου;
Το ένιωσες το δηλητήριο της να λειώνει την ύπαρξη σου την ίδια;
Τα κάρφια να χώνονται μες το κρέας, να τσακίζουν κόκαλα, να συνθλίβουν την υπόσταση σου όλη προκειμένου να σε καθηλώσουν εκεί ψηλά;

Όχι...
Προτίμησες τον Γολγοθά σου, να τον κάνεις Γολγοθά Του...
Κι εσύ, απαρνήθηκες εαυτόν τρείς...


Δημοσίευση στο stixoi.info: 09-04-2007