Το φως του δειλινού

Δημιουργός: Νεφελοβάτης

Ξεπήδησε από μια ματιά σε ένα παράθυρο, μέσα απ’ τα παιχνίδια του φωτός..

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Τέσσερις τοίχοι, βαμμένοι σε ένα ξεπλυμένο, λαχανί χρώμα. Μια κλειστή μπεζ πόρτα. Άραγε εσένα κρατάει μέσα ή τους άλλους, έξω σκέφτεσαι..; Αν και με το που θα σε φωνάξουν θα βγεις. Κάτι το οποίο δε γίνεται, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι για καλό. Ένα μαύρο γραφείο, και κάποια άλλα αταίριαστα έπιπλα. Όχι δεν είσαι στο σπίτι, στη δουλειά είσαι, και αν και η διακόσμηση δε σου ταιριάζει, την ανέχεσαι..

Και ξάφνου ακούς ένα τραγούδι. Όμορφο, νοσταλγικό, αρχαίο όσο κι ο κόσμος. Απ’ έξω έρχεται. Πας στο παράθυρο. Και βλέπεις.

Κάποια πουλιά να κελαηδούν στα δέντρα. Πετώντας ελεύθερα να χαίρονται τον απογευματινό τον ήλιο. Εκείνα τουλάχιστον δεν έχουν έγνοιες. Δεν σκέφτονται, δεν μελαγχολούν. Μόνο ζουν και χαίρονται μ αυτά που έχουν. Όμως και κείνα αγαπούν και κάποια σαν χάσουν το ταίρι τους μαραζώνουν.. Πιο πολύ απ’ ότι οι άνθρωποι, και ας θέλουμε να πιστεύουμε το αντίθετο.. Και αισθάνεσαι κοντά τους..

Βλέπεις και κάποια δέντρα, λεβέντικα, να κοιτούν με λαχτάρα τον ουρανό, όσο έχουν απομείνει ζωντανά ανάμεσα στα τσιμέντα και στα κουτιά που λέμε σπίτια. Και να χαιρετούν τα χαμένα τους αδέρφια, τυχερά αυτά που τους επιτράπηκε να ζουν.

Βλέπεις κάποια καλάμια, ζωντανά, να φυτρώνουν με πείσμα δίπλα σε κάτι μπάζα στην άκρη ενός φράχτη που ακόμα δεν γκρεμίστηκε.

Και σε ένα μικρό σπιτάκι, που κουρνιασμένο στέκεται κρυφά στη σκιά των δέντρων, φοβούμενο την δόλια τη ματιά του εργολάβου, να υπάρχει ένα ανθισμένο, κίτρινο γιασεμί.
Και η χροιά του φωτός, αυτό το χρυσαφί που μετουσιώνεται σε ένα απαλό κόκκινο, καθώς ο ήλιος πέφτει, σε ταξιδεύει.

Σου θυμίζει το περιβόλι του παππού στο νησί. Που μέσα του περπάταγες και το εξερευνούσες. Και έψαχνες για τα ξωτικά με τα αστραφτερά τα μάτια, και δράκους κυνηγούσες. Τότε δεν τους φοβόσουνα, πάντοτε τους νικούσες. Ακόμα δεν τους φοβάσαι, και πολεμάς αν και γνωρίζεις τώρα πια πως ανέλπιδη είν’ η μάχη.

Σου φέρνει την γλυκιά της θάλασσας οσμή, από ένα περασμένο, ατέλειωτο, καλοκαιρινό σούρουπο. Όταν χορτασμένος απ’ το παιχνίδι, ήθελες μόνο να κάθεσαι να την κοιτάς και να σκέφτεσαι την πριγκίπισσα που θα σώσεις απ’ τα γαμψά των πειρατών τα χέρια. Που θα σ ανταμείψει με το πιο μειλίχιο της βλέμμα, με το πιο γλυκό φιλί. Εκείνο που θα βγαίνει απ’ τα μάτια και τα χείλη της ψυχής της.

Σε ταξιδεύει στα σύννεφα που στεφάνωναν τον ήλιο σαν χανόταν στην αγκαλιά της θάλασσας, και του χάριζαν μια ολοπόρφυρη κορώνα. Και ήθελες να πας σ εκείνο το βασίλειο του γλυκού δειλινού, που μόνο ομορφιά και χαρά υπάρχει. Που πίκρες, στεναχώριες κι απώλειες δεν χωράνε για να μπούνε.

Και αναλογίζεσαι, και κατανοείς. Πως το βλέπεις το φως, την ομορφιά, από όπου και να είσαι. Ακόμα κι όταν μέσα σου έχεις την πιο στυφή ερημιά, το βλέπεις. Όπως και τότε που σαν παιδί το έβλεπες με της καρδιάς τα μάτια.

Μόνο ένα ειν’ το ίδιο. Ακόμα μόνος είσαι.. Σαν και τότες. Και νιώθεις εκείνη την ίδια μοναξιά, την αίσθηση τη θλιβερή, πως ψάχνεις κάτι για να βρεις, που εδώ μπορεί να μην ανήκει. Πως ζητάς πολλά, σαν και εκείνη την αγάπη που μ αυτήν δίπλα σου πάντα το φως έτσι θα βλέπεις. Που μαζί θα ταξιδέψετε σε κείνα τα βασίλεια κι ας είσαστε και δω.. Που μπορεί να ναι μια χίμαιρα, σαν κι αυτοί που σου λεν οι λογικοί σου φίλοι.

Μα τότε ακούς πάλι εκείνο το τραγούδι, που σ έκανε στο παράθυρο να πας. Ακόμα πιο γλυκό, νοσταλγικό και αιθέριο. Και καταλαβαίνεις πως δεν είσαι μόνος. Γιατί από μέσα σου έρχεται αυτή τη φορά.

Και δε θα ‘σαι, για όσο ακόμα τραγουδάν τα όνειρά σου.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-04-2007