Το κάστρο στην άκρη του ουρανού

Δημιουργός: Νεφελοβάτης

Είναι λίγο μεγάλο για εδώ το ξέρω.. Έτσι όμως γεννήθηκε και δεν ήθελα να το αφήσω μισό. Ελπίζω να μην κουράσει.. Καλό μας βράδυ.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ήτανε ένας άνθρωπος που ζούσε σε ένα απάτητο κάστρο, ψηλά πάνω απ τη γη, πάνω απ τα σύννεφα, σε μια πανώρια βουνοκορφή. Καιρό πολύ του χε πάρει να ανεβεί εκεί απάνω, κι ακόμα πιο πολύ να το χτίσει όπως ήθελε. Μια αγάπη ανεκπλήρωτη, ένα φεγγάρι που την πλάτη του γύρισε μια μέρα, εκεί τον είχε οδηγήσει και απόφαση μεγάλη είχε πάρει πως ξανά εκείνος την καρδιά του δε θα αφήσει να πονά.

Και έτσι αυτός που τα σύννεφα και ουρανό από μικρός λαχτάρα, πήγε στο πιο ψηλό του κόσμου μέρος. Και εκεί έχτισε τον πύργο της καρδιάς του. Τοίχους θεόρατους με πολεμίστρες τρανές έφτιαξε, τάφρο βαθιά γεμάτη με αγρίμια, και μια καγκελόπορτα ψηλή μ’ ατσάλινα δεσίματα ακλόνητη να είναι. Και από κει αγνάντευε, πεδιάδες κι οροπέδια, θάλασσες και ποτάμια.
Και μέσα είχε μαζέψει όλους τους θησαυρούς της γης, κομμάτια από όνειρα στα πιο εξωτικά χαλιά τα είχε υφασμένα. Πίνακες που η πλάση μπροστά τους ψεύτικη εφάνταζε. Βιβλία γιομάτα θάματα, που του μιλούσανε από μόνα τους σαν τα’ άνοιγε. Πουλιά που τραγουδούσανε τα πιο γλυκά τραγούδια. Λουλούδια είχε σπάνια με τα χρώματα του ουράνιου τόξου στα άνθη τους , που με αρώματα μεθυστικά το χώρο εγεμίζαν.

Μια πανοπλία αστραφτερή επάνω του φορούσε, που στο φως στραφτάλιζε απ τα πολλά πετράδια. Τίποτα δεν την πέρναγε, μήτε φωτιά, ούτε ατσάλι. Και στην πιο ψηλή του έπαλξη έστησε σημαία να ανεμίζει αγέρωχη με το οικόσημό του. Μια ασπίδα με μια γροθιά που είχε ένα Α. Ασφάλεια το έλεγε και σιγουριά, και έλλειψη του πόνου.

Επισκέπτες δεχόταν που και που, μα μόνο στον προθάλαμο και πίσω απ τις αμπάρες, πιο μέσα δεν τους έβαζε όσο και να γερεύανε τα θαύματα να δούνε. Παρόλο που κάποιοι ήξερε πως μπορεί και να τα αξίζαν.

Έτσι περνούσε ο χρόνος ασφαλής, μα μέσα του τον έτρωγε σαράκι καθώς ήξερε πως κάτι αιθέριο και θαυμαστό μα άπιαστο του λείπει. Μέσα στο παλάτι του δεν ήτανε, και σαν το σκεφτότανε πολύ σαν τον αέρα το χανε και λίγο μετά το είχε πια ξεχάσει..

Ώσπου μια φωτεινή νυχτιά πάνω στις πολεμίστρες, μες την έρημη ομορφιά του οίκου του, κάτι να τον καλεί αισθάνθηκε. Και βλέποντας πάνωθέ του είδε ένα φεγγάρι, άλλο, που παρόμοιο δεν είχε ξαναδεί, πανέμορφο, αρχέγονο και δυνατό να τον κοιτά. Σκοτεινό του πε πως ήτανε, μα λουσμένο μες σε φως ονειρικό, των ξωτικών το έβλεπε εκείνος. Και του μίλησε, για όνειρα, για θάματα του κόσμου του μακρινού που εκείνος απάρνήθει, για μέρη και ομορφιές που ούτε ακουστά δεν είχε. Νύχτες πολλές ερχότανε, και συντροφιά εκάναν. Και ένιωσε πως άλλαζε στην αγκαλιά του μέσα. Αγάπη έμαθε τι θα πει, και πως πετούν στα αλήθεια.

Και κείνο πριν η μέρα να ‘ρθει και αναγκαστεί να φύγει του λέγε, έλα μαζί μου, ταίρι μου γίνε τα θάματα να ζήσουμε παρέα. Εκείνος το θελε πολύ μαζί του να πετάξει, και το επολέμα, μα το κάστρο δυνατό πολύ και απόρθητο αυτός το είχε χτίσει . Και σαν να φύγει πήγε, ανακάλυψε πως παλιά μες την παραζάλη του, τον εαυτό του εκεί είχε αλυσοδέσει. Με αλυσίδες ολόχρυσες χοντρές, που με τη σάρκα του τώρα πια είχανε γίνει ένα. Τις έκοβε σιγά σιγά, μα ο καιρός κυλούσε, και το φεγγάρι πια αυτόν κουράστηκε να προσμένει.

Εκείνος στο τέλος τα κατάφερε, και χαμογελαστός αν και καταματωμένος, μια γλυκιά νυχτιά σαν και κείνη την πρώτη, τις πύλες της φυλακής του διάβηκε να πάει να πετάξει..

Μα ο ουρανός του σκοτεινός φεγγάρι δεν υπήρχε.. Κι αυτός που είχε ορκιστεί να μην ξαναπονέσει, κατάλαβε πως τον όρκο του είχε διπλά παρέβη. Απέναντι στον εαυτό μα και σε κείνη, θεέ μου. Μερόνυχτα έμεινε εκεί μπροστά στη πύλη, σαν άγαλμα ακίνητος, με δυό ρυάκια να τρέχουνε απ της καρδιάς τα μάτια, μέχρι που κι τάφρος κόκκινη εγίνικε.

Κάποια στιγμή ο ζέφυρος τον συνέφερε, ο φίλος ο καλός του, που συντροφός του ακούραστος ήτανε τόσες νυχτιές μονάχες. Εδώ καλέ μου δε μπορείς στο πουθενά να μένεις, απόφαση σου μέλλε ζωής εσύ τώρα να πάρεις. Πίσω να γυρίσεις αν το θες ή μπροστά να προχωρήσεις.
Και κοίταξε τότε πίσω του, τους τοίχους, τις σημαίες, τα κάγκελα στα παράθυρα τα χρυσά. Σίγουρα ήτανε και σταθερά και τόσο μα τόσο οικεία. Κι ας του έφερναν πίκρα στην καρδιά. Και γύρισε μπρος και είδε, βουνά κοιλάδες σύννεφα, τη θάλασσα στο βάθος. Μα τα μονοπάτια σκοτεινά και δράκοι τα φυλούσαν.

Και πήρε την απόφαση, γύρισε προς τα πίσω. Κι ο ζέφυρος τον κοίταξε περίλυπος να φεύγει.

Μα κει που ετοιμαζότανε να πάει για άλλα μέρη τον είδε ξάφνου απ την πύλη του, αλλιώς να ξεπροβάλει.
Τις πανοπλίες άφησε, τα φλάμπουρα, τους τοίχους, με ένα χιτώνα ολόλευκο, απλό, ήτανε πια ντυμένος. Από τους αμύθητους θησαυρούς εκείνους μόνο εκράτησε που στην ψυχή χωρούσαν. Και στο στήθος του μπροστά οικόσημο είχε άλλο, αυτό τ' αληθινό του. Ένα άλικο τριαντάφυλλο στο ύψος της καρδιάς του, με ένα Α απ τα’ άνθος του αχνά να ξεπροβάλλει. Που για Αγάπη τραγουδούσε.

Μονάχος μα και ήρεμος, τα εγκατέλειψε όλα. Με το κεφάλι του ψηλά, χωρίς να πισοκοιτάζει, τον δρόμο του κατέβαινε, που είχε ανεβεί με κόπο. Κατέβαινε για να ανεβεί, μα από άλλη στράτα, τη μυστική, τη δύσκολη, μα κι αληθινή του. Στον ουρανό να ανεβεί, να ψάξει στα αστέρια.

Την Αγάπη την χαμένη του να ψάξει για να βρει..

Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-04-2007