Εισαι Απενατι : Οι Ζητιάνοι

Δημιουργός: renouli

Καλησπέρα, σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία, καλο βράδυ να έχουμε όλοι

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

…Έχω αποκτήσει μια ψυχή που αναθεματίζει τα οράματα.
Έχω κρατήσει μια καρδιά που όταν λυπάται
δεν βρίσκει μια στάλα αίμα για να ζήσει.
Έχω ζητήσει ένα μαχαίρι για να κόψω τις σάρκες μου.
Γεννιόμαστε μονάχοι μας για να πεθάνουμε παρέα
μ’ αυτούς που μας σκοτώνουν. Με όλους αυτούς
έγινε ο θάνατος το πέρασμα στην άδεια αθανασία,
στην μάταιη υστεροφημία του πλήθους. Αυτήν να αναζητήσω,
ένα κι εγώ με την καταστροφή, ένα με το ξεκλήρισμά σου, αξία.
Είμαι στην αρχή της ανηφόρας των ζητιάνων. Απόψε παίρνω το δρόμο τους.
Κι όμως θα βγει σε λίγο το ξωτικό των μοίρας,
το άσπλαχνο μοιρολόι, η λόγια έπαρση.
Θ’ αγανακτήσω, ουρανέ, τ’ ορκίζομαι,
σε όσα μου κρύβεις, στις άδειες προσευχές μου ομώνω,
να μη σε μάθω, αστραπή, γιατί έχεις τη γνώση μου
ένα κεραυνόπληκτο τοπίο, μια καμμένη αγάπη,
μόνο ανάμνηση, μόνο άδειο έδαφος.
Και οι ζητιάνοι ανεβαίνουν, η δύναμή τους είναι θαυμαστή,
βήμα με βήμα σαπίζουν κι άλλο τα κουρέλια,
τυλίγονται με πάθος σε ό,τι απέμεινε.
Η δύναμή τους είναι θαυμαστή, φτύνω στις πρότερες αλήθειες,
ένα ανέβασμα έγιναν όλα σε μια ανηφόρα ανελέητη
αλλά γεμάτη ελπίδες, γεμάτη κρύο ζωογόνο.
Δεν ξαποσταίνει πια κανείς, για λίγο να ‘γερνα στη γύμνια ενός στρώματος.
Τυλίχτηκα κι εγώ μες στα κουρέλια μου, χέρι με χέρι ζει η ματαιότητα.
Έλα, κραυγή μου, απόψε θα σ’ ακούσει το στερέωμα,
γδύνω το στήθος μου, διαμελίζεται στη νύχτα.
Ένα παιδί μου είπε κάποτε, η τιμωρία είναι μια αργή διαδικασία.
Μα τα παιδιά που ξέρουν τόσα κανείς δεν άκουσε ποτέ.
Δεν πειράζει, είναι τόσο σκληρά τα πάντα απόψε,
τα σώματα, οι ανάσες, τα πέτρινα κουρέλια,
ο τραγικός στρατός που ανεβαίνει για να ζήσει,
είναι δεμένος με λιθάρια. Πονούν τα δάκρυα,
κόβονται τα μάτια από τα αγκωνάρια, σκίζονται τα βλέφαρα.
Εκεί θα σ’ αντικρύσω υποκρισία, στη θέα που κουρελιάζεται.
Εσύ θα μ’ αγκαλιάσεις όπως πάντα και θα μου πεις ότι τρελλαίνομαι.
Εσύ θα με κοιτάξεις ήρεμα και θα μου πεις πως δεν σε ξέρω.
Όταν χτυπήσεις το χέρι φιλικά στον ώμο μου,
απλά και ήσυχα θα με τελειώσεις. Θα δεις να καίγομαι,
θα ‘ναι η παλάμη σου η φωτιά του άδη, στάχτη θα αφήσεις.
Μείνε εκεί που θέλησες, εγώ γυρίζω πίσω, εγώ αλλάζω θάνατο,
έτσι κι αλλιώς κανείς δεν άντεξε, κανείς ζητιάνος.
Θα σου χαρίσω το στήθος μου που διαμελίστηκε, κοίτα το χάος.
Κομμάτια πέφτουν όσα αγάπησα. Πάρτε τα, άστρα μου,
πεινάνε των θνητών οι ανάγκες, ζητούν την δίκαιη απάτη.
Απάτη μου, με ταύτισες με τον ορυμαγδό, με πέταξες στα ζώντα κύματα,
με γεύονται τα κτήνη τα αχόρταγα, δεν ημερεύει το μαρτύριο.
Πού είσαι, ανάγκη μου, να μου θυμίσεις τι απέγινα;
Πού πήγε ο άνεμος που έπνεε ζεστός στους λόφους;
Τώρα που έγινα άνεμος, που να σ’ αναζητήσω;
Όταν ακούτε τον αέρα να περνάει πλάι στα σώματα,
κι ας είναι κρύος, να μην αγανακτείτε, μη μαζεύεστε.
Μην τυλιχτείτε στα πανωφόρια τα αδιαπέραστα.
Όταν μιλάει ο αέρας σεμνά σφυρίζοντας στα δέντρα των πάρκων,
να ακούτε, φύλλα μου, γιατί είμαι αέρας τώρα πια,
ζητάω να σας μιλήσω.
Όταν περάσει ο άνεμος στο σιδερένιο σου παράθυρο,
μην κλείσεις την ευτυχία σου στο σπίτι, μην την κρατήσεις μυστική,
γιατί εγώ περνάω βιαστικά λίγη ευτυχία να πάρω,
λίγη ευτυχία μονάχα, να μου κρατάει συντροφιά στο χάος.
Να αγαπήσεις κάθε φύσημα και να το πεις ανάσα,
εγώ είμαι, για λίγο φάνηκα, για λίγο ανάσανα…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 26-04-2007