www.loveaffairs.gr

Δημιουργός: justawoman, Στέλλα Γεωργιάδου

Της επ–αναλήψεως και σήμερα... κάτι το χθεσινό της Ηλέκτρας, κάτι τα φαιδρά της εποχής, καλοκαίρι μύρισε... Στχάκηδες καλό ξημέρωμα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Χθες το βράδυ η καρδιά μου κι εγώ πήγαμε στο θέατρο.
Χωριστά!
Δε με ήθελε μαζί της.
Υποπτεύομαι πίστεψε ότι, έτσι θα εμπόδιζε τις ανασφάλειές μου να τη συνετίσουν. Εγώ πήγα με το αυτοκίνητο κι εκείνη πετώντας, με της αδημονίας τα φτερά.
Μου τα είχε χαρίσει κάποτε η περιπέτεια.
Τα κατέβασε απ’ το πατάρι τα ξεσκόνισε, έλεγξε σχολαστικά τα ζύγια τους, τα φόρεσε, με φίλησε σταυρωτά κι εξαφανίστηκε.
-Μην αργήσεις πάλι, μου ψιθύρισε, κλείνοντας μαλακά την πόρτα.

Εγώ, χωρίς την καρδιά μου λειτουργώ καλύτερα, δεν της το έχω πει ποτέ για να μην την πληγώσω, αλλά είναι η αλήθεια. Ήσυχα –ήσυχα ετοιμάστηκα και όταν έφτασε η ώρα ξεκίνησα.
Ξέχασα να σας πω πως –αχ μα ξεχνιούνται τέτοια πράγματα –
η έξοδος μας δεν ήταν μια απλή έξοδος,
το θέατρο δεν ήταν απλώς ένα θέαμα,
το ταξίδι δεν ήταν ένα απλό ταξίδι…
ήταν…
ήταν να συναντήσω Εκείνον!

Όχι δε με περίμενε, μόνη μου πήρα την απόφαση, είναι καιρός τώρα που δε μιλάμε. Δε μιλάμε! Χα!
Για την ακρίβεια δε μου μιλάει.
Με εγκατέλειψε εν μια νυκτί, αδικαιολόγητα με διέγραψε απ’ τις επαφές του.
-Ε όχι κι αδικαιολόγητα! μου σφύριξε φαρμακερά μια τύψη, το ξέχασες κιόλας εκείνο το γράμμα;
Αναπήδησα, κι η ενοχή έριξε λίγο παραπάνω κοκκινάδι στα μάγουλά μου, θαρρείς και δεν ήταν αρκετό όσο ήδη είχε προσθέσει η νευρικότητα.
-Το θέμα είναι απλό, με καθησύχασε η λογική, θα πας, αυτός εκεί θα είναι, δε μπορεί να μην είναι, ο σκηνοθέτης έχει υποχρέωση να παρίσταται.
-Αν δεις χαμόγελο στα μάτια του, τον πλησιάζεις, αν όχι θα μείνεις στην πλατεία, με τους ανώνυμους.
Ανακουφίστηκα
Στο κάτω - κάτω η παράσταση είναι πρόζα,
κλάψεις - γελάσεις, το ίδιο είναι, κανείς δε θα σε παρεξηγήσει.

Ξεκίνησα λοιπόν, με τις λινές αδυναμίες μου, τα κοραλλένια σκουλαρίκια και τα μεταξωτά γοβάκια –οπωσδήποτε–
έτσι, να έχω κάτι για να χάσω.
Χριστέ μου τι κίνηση στο δρόμο!.
Μα καλά όλοι στο θέατρο πηγαίνουν σήμερα, αναρωτήθηκα;
-Μήπως να γύριζες σπίτι καλύτερα;
μου ψιθύρισε η ανασφάλεια απ’ το πίσω κάθισμα και με κοψοχόλιασε.
-Που ξεφύτρωσες πάλι εσύ; καλά το μεσημέρι δε σε κλείδωσα στο υπόγειο;
Χα –χα, γέλασε χαιρέκακα.
-Μου άνοιξε η καρδιά σου, με κάλεσε σε μονομαχία, η ανόητη.
Είπε, “να ξεμπερδεύουμε μια και καλή μαζί σου”
Μα, πάω εγώ σε μάχη με καρδιά ερωτευμένη;
Την κοπάνησα.
Άλλωστε χωρίς την τόλμη της είσαι τόσο ευάλωτη!
Έσφιξα το τιμόνι με δύναμη.
Ανόητη ναι,
μα ποια ερωτευμένη δεν είναι ανόητη;
-Λούφαξε, της αγρίεψα, γιατί σε τίποτε δεν το ‘χω να μας ρίξω σ’ εκείνο το χαντάκι. Να δω ποιον θα βρεις να βασανίζεις μετά.
Φοβήθηκε; την έπεισα; ποιος ξέρει; πάντως δεν ξαναμίλησε.

Σ’ όλο το δρόμο η Τάνια μουρμούριζε
“Ότι δεν υπάρχει το ποθώ,
ότι μου αρνιούνται το αγγίζω,
ότι μου χρωστάνε το ξεχνώ
κι εσένα π’ αγαπώ σε βασανίζω”
Βαλτοί είναι όλοι σήμερα!
Ευτυχώς, μ’ αυτά και μ’ αυτά, είχα φτάσει.
Τι τύχη! πάρκαρα σχεδόν αμέσως
Καλό σημάδι σκέφτομαι, και άνοιξα βιαστικά τον καθρέφτη.
Διόρθωσα λιγάκι το χαμόγελο, δυο σταγόνες αυτοπεποίθησης πίσω απ’ τα αυτιά, και βγήκα. Τεντώθηκε νωχελικά η ευλυγισία μου, φόρεσα και τη μοναχική μου εσάρπα, δια παν ενδεχόμενον, και κατευθύνθηκα στο ταμείο.

Από μακριά είδα την καρδιά μου να φωσφορίζει ανήσυχη, κοιτάζοντας νευρικά το ρολόι.
-Έλα, σου έκοψα εισιτήριο, εγώ σε συνοδεύω δωρεάν… άργησες πάλι! με μάλωσε στοργικά. Δεν της έκανε καρδιά να τσακωθούμε, έτσι όμορφη που μ’ έβλεπε.
-Καλά, της λέω, εσύ δεν είπες ότι θα πάμε χωριστά;
-Δεν ήθελες να τον συναντήσεις πρώτη;
-Τον είδα, μου απάντησε, αλλά χωρίς εσένα δε με βλέπει αυτός, ούτε ακούει τι του λέω. Μόνο όταν πήγα να τον αγγίξω πετάχτηκε όρθιος κι άρχισε να βηματίζει νευρικά πάνω κάτω και να τα βάζει με όλους.
-Δε φαντάζεσαι τι τρομάρα πήρα, παραλίγο να πάθω συγκοπή!
Κι εγώ το ίδιο!
-Πως είναι, τη ρώτησα ανυπόμονα;
-Τι πως είναι ανόητη, μου επιτέθηκε,
-Γοητευτικός, όπως πάντα, αγριωπός περισσότερο, πάχυνε κιόλας λίγο, ίσως οι στεναχώριες του έχουν πολλές θερμίδες.
-Άντε βιάσου, σε λίγο θ’ αρχίσουν κι ούτε που θα μας δει.
Πάγωσα!
-Δε φαντάζομαι να εννοείς ότι θα πάω να του μιλήσω; Τώρα;
Η ανασφάλεια μου έριξε ριπές κρύου ιδρώτα.
-Ξελογιασμένη, κοίτα με! με τις μονομάχες ιδέες σου.

Ούτε σημασία μου έδωσε, μου άρπαξε το χέρι κι άρχισε να με τραβά στα παρασκήνια.
Τι την ικέτεψα, τι τη φοβέρισα, αυτή σημασία, να με σέρνει σχεδόν.
Κι όχι τίποτε, αλλά καθώς χτύπαγε ξέφρενα όλοι γύριζαν και μας κοιτούσαν χαμογελώντας αμήχανα.
Τι ευφάνταστο θέαμα!
Μπροστά η καρδιά μου φτερουγίζοντας και πίσω η αγωνία μου κατάχλομη!
-Βγάλε τουλάχιστον αυτά τα γελοία φτερά σου, τη μάλωσα,
-Σα θεατρίνα της πεντάρας μοιάζεις, κι από θέατρο χορτασμένος είναι. Άσε τις ξιπασιές κι έλα στη θέση σου, πριν το αίμα μου παγώσει και σου φύγω.

Ντριννννν, το κουδούνι της έναρξης!
-Σώθηκα Αφροδίτη μου, αναφώνησα!

Η συνάντηση πήρε αναβολή και το μαρτύριο παράταση.
Η καρδιά μου εξαγριωμένη με τη βραδυπορία μου, μου δίνει μια γερή γροθιά στο στομάχι και βιαστικά με παρέσυρε προς την πλατεία. Δάκρυσα από πόνο, δεν αστειεύομαι. Η πανούργα, για να πάμε στη θέση μας έκαμε το γύρο του θεάτρου. Ούτε το γύρο του θριάμβου να έκανε!
Έτσι κορδωμένη, με τα γελοία φτερά της να κρέμονται στους ισχνούς της ώμους, έμοιαζε με καρικατούρα του Μποστ, μα ούτε που την ένοιαζε. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να μην περάσουμε αθέατες από κανένα μάτι.
Επιτέλους, καθίσαμε!

Την ώρα που σβήσανε τα φώτα κι η μουσική άρχισε να λικνίζεται σε ρυθμούς Λατίνων εραστών,
τον ΕΙΔΑ.
Ξεπρόβαλε απ’ τα παρασκήνια, έκανε έναν έλεγχο στα απροσδόκητα και βυθίστηκε σε μια πτυσσόμενη περισυλλογή σκηνοθέτη.
Αν δεν ήταν σκοτάδι, η ψυχραιμία μου θα έσκαγε σα βεγγαλικό… τόσο ταράχτηκα.
Ήταν φτυστός φθινόπωρο, η περιδίνηση του νου μου, έτσι τον είχε πλάσει. Με τη βοήθεια βέβαια μιας κιτρινισμένης, όχι απ’ τα χρόνια, μα απ’ τη χρήση μικρής φωτογραφίας.
Όταν μου μιλούσε –λέω για τον παλιό καλό καιρό μην ξεγελιέστε– εγώ έβγαζα τη φωτογραφία στο παράθυρο κι αγναντεύαμε μαζί τα μελλούμενα. Είχε τόσες όμορφες λέξεις στα μάτια του, που το χρώμα τους ποτέ δεν το πρόσεξα. Ούτε και τώρα είχα προλάβει.
Τον κοίταζα μαγνητισμένη, στα τρία τέταρτα των κουρασμένων ώμων του και στο μισό απ’ το σκεπτικό προφίλ του.
Άραγε με είχε δει; Κι αν όχι εμένα, εκείνη την ξιπασμένη, δε μπορεί όλο και κάποιος κάτι θα του σφύριξε. Τέτοια σούργελα, δεν τα βλέπεις κάθε μέρα.
Παραδόξως, η καρδιά μου είχε χωθεί στην αγκαλιά μου και ήσυχη απολάμβανε το θέαμα, αφήνοντας σε μένα το μαρτύριο της προσμονής.

Τέλειωσε η πρώτη πράξη.
Μα πότε κιόλας! Ούτε χαμπάρι πήρα, φυλλομετρώντας τις αναπολήσεις μου.
Ελπίζω να μη με ρωτήσει για το έργο, σκέφτηκα, ρεζίλι θα γίνω και τσάμπα η πρόφαση. Καθώς τα φώτα άναψαν, το βλέμμα μου συνέλαβε για λίγο το δικό του, απειροελάχιστα διασταυρωθήκαμε, όπως δυο δέσμες λέιζερ ανιχνευτών μες το σκοτάδι.
Εκκένωση ηλεκτρική εκείνο το βλέμμα.
Παρέλυσα!
Αν δεν καθόμουν ήδη, θα σωριαζόμουν πάνω στις επιθυμίες μου, που ήταν στοιβαγμένες μπρος στα πόδια μου και πελεκούσανε τις αντιστάσεις. Δεν ξέρετε πόσο επίμονες είναι. Αν θέλουν κάτι γίνονται τόσο φορτικές που είναι μάταιο να τις αγνοείς, καλύτερα να τις ξεγελάς με υποκατάστατα. Απόψε δεν πτοήθηκαν, τρύπωσαν στις τσέπες της ανάγκης μου, και να ’τες!
Παραμύθια οι αντιστάσεις των ανθρώπων! Δεν πα να τις θρέφεις με κάθε λογής προειδοποίηση. Στην πρώτη επιθυμία παραδίνονται. Ίσως βέβαια οι δικές μου να είχαν φυσικό ελάττωμα, εκ γενετής, που λένε… ούτε και τα παιδιά στο συνεργείο των καταναγκασμών, βρήκαν ποτέ τι φταίει.

Χάθηκα πάλι μεσ’ τα λόγια μου και τις συνειρμικές μου ασυνέχειες.

Για να τελειώνουμε όμως κάποτε –κι αφού αυτά που δε συνέβησαν είναι μέρος μιας άλλης ιστορίας– θα κλείσω το μονόλογο με συντομία, κουραστική η αφήγηση, δεν έγραφα καλύτερα ένα ποίημα.
Οι δυο επόμενες πράξεις τέλειωσαν πολύ γρήγορα, ή έτσι μου φάνηκε, καθώς το παραλήρημα του νου, όλο και μ’ έβγαζε απ’ το σώμα.
Το σώμα παρακολουθούσε θέατρο, η καρδιά γλάρωνε στην αναμονή, κι ο νους μου επιδόθηκε με περιπάθεια να γνέθει μέλλον… κι εκδοχές.
Αν αυτό τότε θα… μα αν εκείνο θα… τότε επίσης η… και όταν ο…
Πω –πω! Πάντα ονειροπαρμένη ήμουνα, μα εξόκειλα τελείως.

Όταν μετά από ώρα συμμαζεύτηκα στο όλον μου, τι να δω!
Η αίθουσα άδεια.
-Κυρία μου, είπε ψιθυριστά ο νυχτοφύλακας, σας πήρε ο ύπνος…
-Σοβαρά;
-Κρίμα, κι ήταν τόσο καλή η παράσταση!

Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-05-2007