Κάιν & Άβελ

Δημιουργός: Θεοδώρα Μονεμβασίτη , Θεοδώρα Μονεμβασίτη

12 Σεπτεμβρίου 2007 / Κλειώ, να θυμηθούμε... μούσα της ιστορίας, της κιθάρας... και της επικής ποίησης.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info




Οδός Ανειλικρίνειας ύψωσες δυο Βαβέλ.
Ο Κάιν και ο Άβελ σε φόντο γκρι σιέλ
γυρίσανε στο σήμερα, να δουν άγρια και ήμερα
κοπάδια τους λαούς, σ’ αλλόκοτους καιρούς.
Καμουφλαρισμένος λύκος την προβιά του φόρεσε
ταραγμένος ο θυμός μας τη χαρά του χώρεσε
πάρτι μοιάζει κι η Ιστορία το μανδύα έραψε
η Κλειώ στην πρόσκλησή του είδε αίμα κι έκλαψε
κι άρχισε η βροχή ξανά
και σα γυναίκα βιαστικά
κεντούσε τ’ όνειρό της
θλιμμένα μου ψιθύριζε
το σκεπτικό της:

Δεν είμαι ελπίδα με φτερά μιας πεταλούδας
όνειρο στ’ ανοιγόκλεισμα της βλεφαρίδας
δεν είμαι χρώμα να χαθώ στην ανεμώνα
λειώνουν τα πέταλα στο κρύο του χειμώνα.

Τα λόγια είπα στο χορό των μασκοφόρων
πέσαν’ οι μάσκες στο τραπέζι άνευ όρων
κι ήρθε η Θάλεια και μαζί κι η Μελπομένη
η κωμωδία, η τραγωδία κι η Ειμαρμένη.

Δεν είμαι δένδρο να τσακίσω στον αγέρα
προσμένει η νύχτα, πάλι δες.. την άλλη μέρα
το νήμα πλέκω της αγάπης σα δυο φίδια
τα λόγια κλέβω της βροχής χωρίς φτιασίδια.

Κι είπα τα λόγια του χορού και με δικάσαν’
μάγοι, δασκάλοι, μαθητές, στην πρώτη ανάσα.

Δεν είμαι φύλλο ν’ αφεθώ μες στους ανέμους
ψίθυρους, σώπασα ν’ ακούσω και αγγέλους
και πέπλο έριξα απαλό στο πρόσωπό μου
καθώς υφαίνω στη σιωπή τον ουρανό μου.

Καμουφλάζ σε ένα πάζλ που δεν τελειώνει
μα δένει πια και η Κλειώ πιάνει τιμόνι
απ’ τη σοφία λίγους σπόρους της μας δίνει
μην τους φυτέψετε τυφλά μες την οδύνη.

Παλιά σενάρια του νου απ’ τη βροχή σβηστήκαν’
στου χρόνου τα αμφίβολα είδωλα ξεχαστήκαν’
σε ένα θέατρο σκιών πρώτη θα υποχωρήσω
στη διαχωριστική γραμμή πιο πίσω να πατήσω.

Μ’ ένα αστρικό σχοινί ακροβατώ σε μια στιγμή
πάντα μπροστά χωρίς σκιές το αύριο θυμίζει χθες.
Μες την ομίχλη παρελθόν, πεδίο αόρατων εχθρών
σε μια ανατροπή αξιών κι ανακατάταξη αρχών
δες τα κρυμμένα κι ας μη θες, μ’ αγνόησε τις ενοχές
-στη βάση τους υπεκφυγές- δες τις απρόσωπες σκιές.
Σε ένα κόσμο ιδεών αγνόησες τους νόμους
σ’ ένα πόλεμο ιδεών διασταύρωσες ανόμους.
Νίκησε η Αυγή ξανά
και σα γυναίκα μυστικά
μου ‘δειξε το χορό της
σε μια στροφή διέκρινα
το νυφικό της.


Κλέβω τα λόγια της βροχής να τραγουδήσουμε
και τις ιδέες τις κεντώ να προχωρήσουμε
μη χρειαστεί για άλλο πια να υποκριθούμε
αλλιώς να κρίνουμε αλλιώς για να κριθούμε.

Και στο γκρεμό από κλαδί να κρατηθούμε
για να πετάξουμε μετά σε άλλα πέρατα
κάτω να μείνουν μυθικά τα λάγνα τέρατα
με πνεύμα πνέω, το ένα χέρι μου σηκώνω
με νεύμα λέω: -Πιο ψηλά…
και αν βουρκώνω…
είναι που θέλω ν’ ανεβούμε όλοι μαζί
στο σκαλοπάτι που ‘χει φως της χαραυγής.
Όσα κι αν φύλαξες μες την καρδιά ας τ’ άφηνες
απ’ όσα ορκίστηκες πόσα στ’ αλήθεια κράτησες;
Για όσα είπες πόσα είδες; Κι αν κατάλαβες.

Μα όσα έγραψες απ’ τη βροχή αφουγκράστηκες
σιγά-σιγά, με της ψυχής τα μάτια
καθώς μαζεύεις τα χαμένα της κομμάτια.
Κλέψτε τραγούδια της βροχής να γονατίσουμε
μπρος τις ιδέες μας, μαζί να τις κεντήσουμε
μούσες μαζέψανε του αιθέρα ανεμώνες
μη φέρει η μπόρα στην καρδιά άλλους χειμώνες.
Γράψτε τραγούδια της βροχής να αγαπήσουμε
σαν τα παιδιά ξανά την άχαρη ζωή
ήρθε ηλιαχτίδα στο ιερό μας το φιλί
μέσα απ’ το φως η τρίτη αρχή θα γεννηθεί.




Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-09-2007