Έλλειψη (απόσπασμα)

Δημιουργός: h v maverick

Ελ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

................
Έξω από τον έρημο σταθμό απλωνόταν η πόλη. Απόκοσμη, σχεδόν τρομακτική.
Εκατομμύρια κύβοι στο χρώμα της ηλιοκαμένης πέτρας, στοιβάζονταν δίπλα δίπλα, ο ένας πάνω στον άλλο σαν σ’ ένα πρόστυχο συνταίριασμα.

Η πόλη ήταν πιο έρημη απ’ τον σταθμό. Τα εκατομμύρια των κατοίκων της ήταν εκεί ολόγυρά μου. Κι όμως η απουσία ήταν τόσο αισθητή, σχεδόν την άγγιζα με τα’ ακροδάκτυλα μου, την ένιωθα να κολλά στο δέρμα μου, να μου πνίγει την ανάσα.

Κι οι κάτοικοι ήταν πιο έρημοι απ’ την πόλη.
Μόνες φιγούρες, άχρωμες, γκρίζες. Χωρίς σχήμα, χωρίς ήχο, χωρίς μιλιά, χωρίς πνοή.

Πλησίασα και προσπάθησα να αγγίξω. Το δέρμα υποχώρησε κι έγινε αχνό, σχεδόν διάφανο, για μια στιγμή. Κι η υφή του ήταν τόσο παράξενη. Σαν να μην ήταν από ύλη. Σαν να άφηνε το χέρι μου να αγγίξει όσο βαθύτερα γινόταν.
Κι έφτασε το χέρι μου στην ψυχή και την άγγιξε. Ήταν ψυχρή σαν πάγος, σ’ ανήλιαγη χώρα. Το ψύχος της μούδιασε τα δάκτυλά μου, το χέρι μου, το κορμί μου. Τραβήχτηκα μακριά σχεδόν τρέχοντας.

Ήταν η ψυχή πιο έρημη απ’ τους κατοίκους.

Έμεινα ακίνητος για λίγο. Η ανάσα μου ήταν γρήγορη και κοφτή. Όπως η ανάσα αυτού που ξύπνησε από φοβερό εφιάλτη, με κολλημένα γύρω του τα μουσκεμένα από κρύο ιδρώτα σεντόνια.

Κοίταξα γύρω, το μουντό και άηχο πλήθος.
Πλησίασα το άχρωμο και σιωπηλό, ανθρωπόμορφο, ή χειρότερα, ανθρώπινο πλήθος.

Μίλησα. Κι ο ήχος της φωνής μου ήταν ξερός σαν τον ήχο τσεκουριού σε ξεραμένο απ τον ήλιο και τα χρόνια κούτσουρο. Καμιά αντίδραση σαν ο ήχος να μην πήγε μακρύτερα απ’ τα δικά μου αυτιά.

Πεισματικά, παρέμειναν αδιάφορα τα εκατομμύρια αυτιών που κινούνταν γύρω. Ήταν κουφά. Κι η φράση που προ ολίγου είχα ξεστομίσει, απογοητευμένη, έπεσε, σαν μια λαμπερή κρυστάλλινη φωτεινή σφαίρα, από τα χέρια μικρού παιδιού, κι έσπασε, χωρίς θόρυβο, σε χιλιάδες μικρά κομματάκια.

Έμεινα για λίγο ακίνητος, αποσβολωμένος, έκπληκτος και απογοητευμένος.

Γύρισα, πλησίασα και κοίταξα καλύτερα. Έγνεψα. και η κίνηση του χεριού, σαν σε χαιρετισμό προς το άγνωστο, έμεινε μισή σαν το χέρι να τρόμαξε, μπρος σε φρικιαστικό θέαμα.

Τα μεγάλα ορθάνοικτα μάτια παρέμειναν ακίνητα ατενίζοντας το κενό. Ήταν τυφλά.

Στροβιλίζοντας, κοιτούσα για αρκετή ώρα, γύρω γύρω, απογοητευμένος, προσπαθώντας και ελπίζοντας να δω κάτι διαφορετικό. Η μόνη αλλαγή ήταν ... ίλιγγος.
...........

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-11-2007