Λευκές σελίδες

Δημιουργός: Νεφελοβάτης

Για κάποιους πολιτισμούς, το λευκό είναι το χρώμα της χαράς, για κάποιους ανατολικούς κυρίως, είναι εκείνο του πένθους... Καλά ναι όλα είναι σχετικά.. Έλα μου όμως που το φως όλοι τ’ αναζητάνε..

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Χιόνια φέτος δεν έχει τα Χριστούγεννα εδώ, μα και για χρόνια έχουν να εμφανιστούν εκείνα.. Οπότε μένουνε κάτι σύννεφα γκριζόασπρα για παρέα, μαζί με λίγο ξέθωρο γαλάζιο.. Και μπόλικο απ το γκριζόμαυρο επίσης.. Εκείνο του ποτισμένου στο καυσαέριο μπετόν.. Και πολύ γκρίζο από τ’ άλλο, το σκέτο.. Εκείνο της κούρασης, της παραίτησης, της απελπισίας.. Εκείνο που απλόχερα σου χαρίζουν τα βλέμματα του πλήθους που αδιάφορα προσπερνά και προσπερνιέται.. Χαμένο μες τους δικούς τους λαβύρινθους.. Τρομαγμένα προσπαθώντας να λουφάξει, να κρυφτεί, μην τυχόν και τους βρει.. Ο δικός τους ο Μινώταυρος, το δικό τους το σφαντό.. Μια και περάσαν οι καιροί που τη μάχη τους με αυτά οι μύστες, τους καλούσανε να δώσουν..

Τώρα μονάχα για κρυφτό, για λούφαγμα, τους συμβουλεύουν όλοι.. Ναι τρέχα να γλιτώσεις, λούφαξε μην και σε βρει, κρύψου… Κρύψου και μη μιλάς, να δε βλέπεις, αυτό κάνουνε όλοι… Τι είσαι εσύ, ποιος/α, που του Θεριού τα μάτια θ’ αντικρίσεις..; Θα σε κάψει η ματιά του, θα σε καταπιεί το σκοτάδι του, θα χαθείς στην άβυσσο, στο τίποτα, απ του Θεριού τα νύχια..

Κρύψου, ζάρωσε, τρέξε… Κλείσε μάτια και αυτιά, τις φωνές του μην ακούς.. Άσε υπήρχανε κι άλλοι που γρήγοροι δεν ήτανε και πούντοι άραγε τώρα..; Αυτά και τα άλλα τα σοφά, τόσοι «σοφοί» τα λένε.. Ποιος είσαι συ τα λόγια τους να πας να αμφισβητήσεις…;

Και έτσι στο γκρίζο κάθεσαι. Στο γκρίζο και στο μαύρο. Και τι σου μένει μοναχά, σαν θες να αναπολήσεις; Τις μέρες που περάσανε, μα κι όλες όσες θα ρθουν..; Ε ναι σελίδες είχες μπόλικες, και πιο πολλές μπροστά σου.. Μα για δες..

Δες τι χρώμα έχουνε… Ναι λευκές είναι, κάτασπρες, σαν το χιόνι που από παιδί σου τάξανε για τούτες δω τις μέρες.. Και που κι αυτό δεν έρχεται όπως και όλα τα άλλα…

Είναι γιατί απ τη συνταγή έλλειπε εκείνο, που χωρίς αυτό, λειψή θα είναι πάντα.. Ναι εκείνο που δεν το πάνε, γιατί δεν τους συμφέρει.. Εκείνο το τόσοδα μικρό, μα που χωρά τον κόσμο..

Πως απ το λαβύρινθο αν κάποτε να ξεφύγεις, με τρέξιμο δε γίνεται, μα ούτε με κρυφτούλι. Κι όσο κι αν θέλεις το Θεριό εσύ να το ξεχάσεις, αυτό ποτέ δε σε ξεχνά, πάντα σ ακολουθάει..

Πως για να φύγεις από κει, να δεις το φως του ήλιου, πρώτα στο κέντρο θε να πας. Και να το δεις στα μάτια.. Να το κοιτάξεις σταθερά, και με καθάριο βλέμμα.

Και πως μια είναι η πρόταση που το στοιχειό την τρέμει.. Απ της καρδιάς σου αν την πεις τα άλικα τα χείλη, τότε θα δεις πραγματικά την όψη του να παίρνει, κι όχι αυτή που του δώσε στα μάτια σου το σκότος…

Μια είναι πρόταση, ένα είναι το ξόρκι.. Εκείνο το τόσο πολύ απλό, μα που κρυφό κρατάνε.. Εκείνο που έγραψαν στο φως τόσοι παλιοί σαμάνοι. Εκείνο που ξέρουν τα παιδία και λένε μες τη νύχτα.. Εκείνο που είπε ο Διγενής σαν πάλευε το Χάρο..

Ναι εκείνο που σαν ειπωθεί, ο ήλιος ξαναβγαίνει..

Εκείνο εκεί που είπανε πως μυστικό να κρατηθεί θα πρέπει..

Τρεις λεξούλες μοναχά, π αλλάζουνε τον κόσμο..

«Δε Σε Φοβάμαι!»..

Και μετά θα δεις την όψη του, χωρίς πέπλα και μάσκες.. Δε μπα να ναι «πολιτικός», αφεντικό ή «ο άντρας ο πολλά βαρύς», και τέτοια ανθρωπάκια. Δε μπα να ναι «ειδικός», ή μέγαιρα γυναίκα..

Δε μπα να ναι και του εαυτού η στρεβλωμένη η όψη, που άλλοι σου τη μάθανε με όλα αυτά που λέγαν, και έτσι εκείνοι όρισαν, πως απ τα γεννοφάσκια σου, αυτό θα πρέπει να σαι…

Ότι και να ναι, καθώς στα πόδια σου μπροστά, τρέμοντας θα μαζεύεται στο ύψος που του πρέπει, μόλις που θα προλάβεις την όψη την αληθινή του να δεις .. Γυμνό σκουλήκι γλιστερό, στο χώμα τρέχει να χωθεί, παρέα να πα να κάνει, μαζί με τα άλλα «ζωντανά» που «ζούνε» εκεί μέσα.. Μια και ο φόβος είν αυτό που τα μικρά κι ασήμαντα, τρομαχτικά τα κάνει..

Και σαν κοιτάξεις γύρω σου τοίχοι, δεν θα υπάρχουν.. Μονάχα πια ο ουρανός, η θάλασσα, ο Κόσμος..

Κι όσο κι αν ψάξεις όρια, σ εκείνα, δεν θα τα βρεις. Αυτά εμείς τα βάζουμε, και την καρδιά σου σαν ακούς, τότε καλά το ξέρεις..

Και για κοίτα…

Και στις σελίδες τις λευκές, τόξα θα δεις ουράνια και κει να ανατέλλουν…



28/12/07

Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-12-2007