H Mαριλού

Δημιουργός: ΕΛΠΗΝΟΡΑΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info


Η ΜΑΡΙΛΟΥ

Στο φτωχικό το ταβερνάκι,
εκει στην άκρη του γιαλού,
περιφερόντανε, μονάχη,
η καψερή, η Μαριλού,
φερτή, πριν χρόνια, απ' τη Θάσο,
και ζήτησε να την κεράσω.

Της είπα, δίπλα μου να κάτσει,
κι υπόκλισ' έκαμε βαθιά,
μα σαν την είδε το γκαρσόνι,
- Φύγ' από 'κεί, της είπε, θειά.

Κοίταξα αυστηρά τον Τάσο.
-Την κάλεσα να την κεράσω.
Φέρε λοιπόν το καραφάκι,
με φροντισμένο το μεζέ,
και να την βλέπεις σαν κυρία,
είναι παρέα μου,.-.χαζέ-.

Εδειχνα να 'μαι ταραγμένος.
- Τί φταίει κι ετούτος ο καημένος,
ακούστηκε να λέει με θάρρο,
και άναψε ένα τσιγάρο.
......................
Εγώ,μου είπε,..μη με βλέπεις,
ήμουν αρχόντισσα στη Θάσο,
ποτέ σε τούτη την κατάντια
δεν επερίμενα να φθάσω.

Καραβοκύρης ο πατέρας,..
της εποχής.. εφοπλιστής.
Τις χάρες και τα μεγαλεία,
αδύνατο να φανταστείς.

Ερχόνταν οι προξενητάδες,
αδιάκοπα,απο παντού.
Γονατιστοί παρακαλούσαν,
και γέλαγε...η Μαριλού.

Κάποια ημέρα, τον πατέρα,
επήγα ν' αποχαιρετήσω,
και ένας ναύτης, στο κατάρτι,
μ' έκαμε όλη να σκιρτήσω.

Να μή σου τα πολυλογώ,
τον ερωτεύτηκα τον Τάσο,
και δίπλα του, στην εκκλησιά,
το είχα όνειρο, να φτάσω.

Επέταγα!.Μα, δυστυχώς,
αλλιώς τα μοίρανε η Μοίρα,
και μέσα εις την εκκλησιά
το φοβερό χαμπέρι πήρα.

Πήγα νωρίς, με τη μαμά,
στη Χάρη της κερί ν'ανάψω,
και,...πέφτοντας ο κεραυνός,
δεν μπόρεσα ούτε...να κλάψω.

Μοίραζ' αντίδωρ' ο παπάς,
κι ενώ του φίλαγα το χέρι,
με μαρμαρώνει μιά φωνή.
Παιδί μου.. Γιόκα μου Λευτέρη.

Ηρθε χαμπέρι, το πρωί,
κι έγιν'ο ψίθυρος κραυγή.
Ποιός το 'φερε; Ποιός ξέρει!.
Του καπετάνιου το σκαρί,
αύτανδρο, πήγε, στη στιγμή,
κάπου, κοντά στ' Αλγέρι.

Σκούξιμο..Θρήνος..Συμφορά.
Κάθ' ένας κι ένα θύμα.
Τάβλα,με μάτια ανοιχτά
η μάνα, μπρός απ' τ' Αγιο-βήμα.

Σταμάτα,..είπα. Αρκετά.
Κάνε μ', αν θέλεις,το χατίρι.
Πιάνω να πιώ,.. κοιτώ,.. θολό
το ούζο μέσα στο ποτήρι!.











Δημοσίευση στο stixoi.info: 11-01-2008