Το σκοτεινό δρομάκι

Δημιουργός: Michelangelo, Μιχάλης/Άγγελος

Στην Ευγενία που την αγαπώ πολύ!!!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Που είναι το φως σε ποια όνειρα μου?
Εγώ είμαι τυφλός η πονάει η καρδιά μου?
Σημαδεμένη Κυριακή που σιωπάς όταν πονάς,
αλλιώτικο ξημέρωμα όταν αγαπάς.

Στρίβω στην στροφή και πέφτω χαμηλά,
λέω βλακείες κόβω τα δικά μου τα φτερά.
Πληγώνω το ήλιο που φέγγη ψηλά μου,
μα μόνο ένα όνομα έχω χαραγμένο στην καρδιά μου.

Και αν φωνάξω κανείς δεν θα γυρίσει,
και άμα τρομάξω κάνεις δεν θα μου μιλήσει.
Μην μ' αφήνεις εδώ που πεθαίνω,
θα με πατήσει άσχημα το τρένο.

Παλιά φωτογραφία με αναμνήσεις που καίνε,
μικρή μου κηρία αυτές μόνο φταίνε.
Δεν είναι ο πόνος στα μάτια που κοιτάω,
είναι το πόσο σ' αγαπάω.

Το βράδυ δεν με παίρνει ο ύπνο πια,
το βραδύ όλο κλαίω που δεν με παίρνεις αγκαλιά.
Εγώ σε τσατίζω γιατί σου ζητώ,
και επειδή σου λέω το πόσο σ' αγαπώ.

Μικρές βαρκούλες παγιδευμένες στο σύμπαν,
άγγελοι που ήρθαν και τίποτα δεν μου είπαν.
Μόνο στα μάτια σου βρίσκω χαρά,
και αυτά με κοιτάνε με μίσος τώρα πια.

Γιατί να ξημερώνει ο ήλιος όταν πονάμε,
τα αστέρια που χάθηκαν δεν τα θυμάμαι.
Το μόνο μου όνειρο να πεθάνω στο φως,
που μου δίνουν τα μάτια σου όταν είμαι τυφλός.

Δεν έχω πίστη στο θεό μίτε στους άγιους,
εγώ ζω και ακολουθώ όλους τους ηλίθιους.
Μα μην με σταυρώνεις και εσύ μικρή γλυκιά μου αγάπη,
έλα και δώσε μου ένα φιλί ή ένα μαύρο χάπι.

Και θα χαθώ από τον κόσμο θα χαθώ,
αν είναι να με βλέπεις και εγώ να πονώ.
Τι είναι αυτό που ψάχνεις αυτό που αγαπάς,
πότε για αυτό δεν μου είπες και ακόμα δεν μιλάς.

Τα ρόδα που μαράθηκαν αφήσανε στην ζωή μας,
μαι μυρωδιά θεσπέσια που ομορφαίνει την ψυχή μας.
Και εγώ ήμουν το μαύρο ρόδον που ξεστράτισε,
κανείς πότε δεν ήθελε κάνεις δεν το κράτησε.

Ο χάρος με συμβούλεψε να μην τον πλησιάσω,
γιατί πιστεύει πως τον κόσμο θα τρομάξω.
Εσύ μου έδωσες ζωή και αν θέλεις παρ' την πίσω,
αν τώρα πια με ξέχασες δεν θες να σε φιλήσω.

Οι σκέψεις μου ανούσιες και γράφω ανοησίες,
που ίσος μετανιώσω ίσος λέω μα... κίες.
Μα δεν με νοιάζει τίποτα αύριο ίσος πεθάνω,
μα πάντα θα σε αγαπώ αλλιώς τα πάντα χάνω.

Όνειρα που σπάνε εύκολα είναι αυτά που κάνω,
και κάθε αυγή άλλο ένα χάνω.
Δεν έχω ελπίδες για το μελών δεν έχω λόγο για να ζω,
έχω μόνο δυο ματάκια που τα αγαπώ.

Μα αυτά ούτε που θέλουν πια να με κοιτάζουν,
σε κάθε βλέμμα οι ερημιές με σφάζουν.
Τα δάκρυα που πέφτουν δροσίζουν την καρδιά μας,
μα άμεσος σπάνε όλα τα όνειρα μας.

Μονόλογος της τρέλας αυτό το ποιηματάκι,
ανούσιο και άστοχο σαν σπασμένο παιχνιδάκι.
Όμως εδώ εγώ αυτό τι νιώθω τώρα,
ελπίζω αυτό να αλλάξει όσο περνάει η ώρα.

78 ο αριθμός που ελπίζω να έχεις καταλάβει,
τι σήμαινες και τι σημαίνεις για έμενα αυτό πότε δεν παύει.
Μια κιμωλία έσπασε και ο τοίχος μου μουχλιάζει,
ναρκωτικά περνώ περίεργα και ο τοίχος μου αλλάζει.

Λαμπάκια πολύχρωμα πετάνε και μιλάνε,
μου δίνουν κόκκινο κρασί και με μεθάνε.
μου λένε να κάνουμε μια δίκαιη συμφωνία,
εγώ εδώ θα χάνομαι και δεν θα έχω τιμωρία.

Το μόνο κόστος που έχουνε τα μαγικά φωτάκια,
είναι λήγει ζωή που χάνετε σε αυλάκια.
Αίμα γεμίζει το ρυάκια που τρέχει από το χέρι,
η σύριγγα με κάρφωσε το θάνατο θα φέρει.

Στο κρύο βούρκο που ζωής που δεν τελειώνει ο χρόνος,
Εκεί κυριαρχεί μονάχα ο πόνος.
Εγώ Ευγενία σ' αγαπώ και εσύ μην με πιστεύει,
στην κρύα θάλασσα αν θέλει να με γυρεύεις.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-01-2008