κοινωνία ποιήσεως iv

Δημιουργός: χρήστος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

ξέρεις αγαπημένε μου άγνωστε αναγνώστη
το ένστικτο επιβίωσης με ωθεί –νομίζω-
να βρίσκω τρόπους να ξεφεύγω από εμένα τον ίδιο
κι από τα πράγματα κι από τα πρόσωπα
που με περιστοιχίζουν ασφυκτικά δεσμεύοντάς με.
κι έτσι με άνεση που μοναχά οι ποιητές μπορούν να νιώσουν
μπορώ να φέρνω από το παρελθόν μορφές, μπροστά μου
σαν ολοζώντανες με σάρκα, οστά κι αισθήματα
και να ερωτεύομαι ακόμη και γυναίκες
που αιώνες τώρα βρίσκονται κάτω απ’ το χώμα
ή και που δεν υπήρξαν ποτέ αληθινές
μα απεικονίστηκαν ιδανικά από μια σμίλη
που σύρθηκε ευαίσθητα πάνω σε μάρμαρο άσπρο
ή από χρωστήρα που πότισε βαθιά με χρώματα πορφύρας
κάποια νωπά κονιάματα…
κι είναι φορές ακόμη –τι δεν μου αρκεί απλά
ο οραματισμός τους -
που τις ανακαλώ τις νύχτες μία- μία
προφέροντας αργά – αργά τα ονόματά τους
και τις κοιμάμαι όλες
για να κορέσω τάχατες την απληστία της σάρκας
γι’ αυτό πολλές φορές τα πρωινά
θα δεις αν με κοιτάξεις
ντυμένος να σηκώνομαι, με το καλό μου γέλιο…

ξέρεις αγαπημένε μου άγνωστε αναγνώστη
στην κοινωνία της ποιήσεως επιτρέπεται ενίοτε και το απίθανο
έτσι κι εγώ δε διαλέγω τις λέξεις για τα ποιήματα μου
αυτές διαλέγουν που θα μπουν με ποιες θα συνταιριάξουν
δίχως να υπολογίζουν γένος ή πτώση ή αριθμό.
κι έχω βρεθεί σε δυσκολία πολλές φορές
πώς να τις βάλω σε σειρά , πως να τις τιθασεύσω
και έχω βρεθεί αντιμέτωπος ακόμη και με επαναστάσεις τους
με αιτήματα διόλου λογικά
όπως προχτές, που σ’ ένα ποίημα μου
που έλεγε θαρρώ για ματαιότητες και τέτοια
το υποκείμενο, κατά παράβαση συντακτικών κανόνων
ήθελε λέει να ναι σε ευκτική
-κι ας είναι αδιανόητη για αντωνυμία ή ουσιαστικόν
η απαίτησις εγκλίσεως-
κι έτσι ενώ έλεγα: «εγώ» υπονοούνταν λες κι ένα μακάρι
που μόνο ωστόσο οι κοινωνοί της ποιήσεως
μπορούσαν να διακρίνουν
πως πίσω από μια τέτοια διατύπωση
κρυβόταν η αταλάντευτή μου επιθυμία
για ύπαρξη…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-02-2008