Όνειρα εν πλω : εισαγ. + 6

Δημιουργός: Maria Olsen, Μαρία

Θέλει δουλειά ακόμα...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Πως έγινε, και όλες οι ευχές της λησμονιάς
μπαρκάραν σαν λοστρόμοι σε καράβι
αυτό το βράδι
κι οι σκέψεις οι πιό μύχες πίσω από το πέπλο του μυαλού
ξεπρόβαλαν, χαμογελώντας σαν παιδιά της πιό απλόχωρης στεριάς
όπου ο αέρας, οι πράσινες κοιλάδες, ο γαλάζιος ορίζοντας και η κατανόηση
μιλάνε όλα για αγάπη
- μα κόψε κάτι

Θυμάσαι πως με τα νύχια του σου ξέσκισε την καρδιά
καθώς φορά με τη φορά στάθηκε ανίκανος να σε καταλάβει
στην καρδιά του να σε βάλει
ενώ εσύ για εκείνον είχες ανοίξει το στήθος σου ορθάνοιχτα
ενώ μηδένισες την όποια απόσταση υπάρχει μεταξύ δυό ανθρώπων
και κρύφτηκες στην αγκαλιά του σαν κυνηγημένο ζώo
αποζητώντας τη στοργή αλλοτριωμένων χρόνων
για να σωθείς απ’τη φυγή των μακρινών αιώνων

Με την παλάμη του σφιχτή δεν σου υποσχέθηκε τίποτα
τίποτα, εκτός από μια χούφτα γη
όπου αφουγκραζόμενος με πόθο τη σιγή
φύτεψε την ορχιδέα της αγάπης μας
για να φυτρώνει με ληγμένο λίπασμα
και δεν σε ρώτησε που την περιόρισε σε μια γλάστρα
ενώ εσύ θα ήθελες να σου ταζε τον ουρανό με τ’ άστρα

Πάνω από δέντρα αιώνια και πράσινα λιβάδια
μέσα σε δάση ατέλειωτα, εκεί ζει η αγάπη
και δεν ανακαλύπτεται μεσάνυχτα και κάτι
σαν μια πληγή που έγιανε και μείναν τα σημάδια
αλλά η άπλα της ζωής λείπει απ’ την καρδιά του
κι όταν ανοίγει στα όνειρά σου τα μαρμάρινα φτερά
στάζει απ΄ τα μάτια του ο φόβος, είν το δάκρυ του σκουριά

Σε φόβισε, είναι αλήθεια, αυτός ο άντρας, και τι μπορείς να κάνεις
για ποιές πράξεις ακραίες είσαι ικανή
αναρωτιέσαι – σαν στον καθρέφτη σου κοιτιέσαι άσπρη σαν το πανί
και μακριά απ την αγκαλιά του ζητάς λιμάνι
ζητάς να γίνεις καπετάνιος και να πάρεις το τιμόνι
αλλά για δες που το χέρι του βάζει στην καρδιά σου και την σφίγγει
και το καράβι σε τρικυμία πέφτει και τις σχεδόν επουλωμένες σου πληγές ανοίγει

Ανοίγει τις σχεδόν επουλωμένες σου πληγές, σαν σκλάβο απ’ το λουρί σε τραβά
απευθείας απ’ την καρδιά με αόρατες κλωστές μεταξωτές
με φιλιά αφράτα και ματιές, με τα όνειρα του χθές
ενώ παλεύεις σαν κουρασμένος, απελπισμένος κολυμβητής
ενάντια στο παράλογο ρεύμα τούτων των γκρίζων χρόνων
στη λογική μόνο εκεί βρίσκεις ταμπούρι
αντί να κόψεις τις κλωστές με δίκοπο τσεκούρι

Απόψε που θυμάσαι και πήγαν τα όνειρα μονάχα τους βαρκάδα – καλά να σαι
στέριεψε η καρδιά, ξερή η λογική σου
κι αυτή μαζί σου
αλλά ο φταίχτης, όποιος και να ναι, αν είναι, μέσα μας δεν ζεί
ούτε σε σένα ούτε σ’ εκείνον μη σε κανέναν που γνωρίζεις
κακία δεν υπάρχει, μόνο ανθρώποι ζούν εδώ
το κορμί τους στη στεριά, και τα όνειρα εν πλω

Δημοσίευση στο stixoi.info: 07-03-2008