φεύγει ο ποητής

Δημιουργός: χάρης ο κύπριος, χάρης

ποιητές φύγετε, φύγετε....στη καρδιά όλο και πιο κοντά

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

φεύγει ο ποητής

Άκουσα τον Νίκο
να τραγουδάει πως φεύγει
και έψαξα
και βρήκα πίσω του έναν Ορφέα.
Ακολούθησα τα βήματά του μια νύχτα,
να μάθω και γω πώς γράφεται ένα τραγούδι.
Να κλέψω την τέχνη του,
να γίνω,
από έ-Φηβος που αγάπησε Δέσποινα
και της κρατούσε το χέρι,
Δέσποινα που πάτησε Φοίβο
και πήρε μικρόφωνο για να γίνει αστέρι.
Ακολούθησα τα βήματά του.
Και περπατούσαμε και έγραφε
Και περπατούσαμε και έκλαιγε.
Και περπατούσαμε και έφευγε.
Και τον είδα να ρίχνει στη νύχτα μια σπρωξιά.
Να μπαίνει στο τρένο την αυγή.
Και να φεύγει, να φεύγει....
Μέτρο, μέτρο όλο πιο μακριά.
Και περπατούσαμε χρόνια.
Και φεύγαμε χρόνια στη καρδιά μας,
όλο και πιο κοντά.
Όταν επιτέλους φτάσαμε στο κέντρο της καρδιάς μας,
το νυχτερινό,
μου έδειξε ο Ορφέας τη φωτεινή επιγραφή,
με τα πρώτα όνόματα.
Και το δικό του έλειπε γιατί ήτανε και ποιητής.
Με το ζόρι μας έβαλαν μέσα στο κέντρο.
Χιλιάδες θαμώνες.
Να τραγουδάνε τα λόγια του καλλιτέχνη.
Και μία άσχετη με ανόρθωση στήθους,
να κρατάει μικρόφωνο,
χαμένου ήθους,
να λέει το φεύγω, χωρίς να πονάει,
να γίνονται πλούσιοι οι γοφοί που κουνάει.
Και να της ρίχνουν λουλούδια
και να το λένε και τέχνη.
Δεν άντεξα όταν τον είδα να φεύγει.
Τον άκουσα όμως να σιγοτραγουδάει,
με αναμμένο τσιγάρο,
πως στην τελευταία ρουφηξιά
θα πάρει όρκο να τελειώσει πια ότι τελειώνει.
Φεύγω λοιπόν και εγώ από το κέντρο της καρδιάς μου
και γίνομαι έ-φηβος.
Να της κρατήσω το χέρι.
Δολοφόνος του μικρο(υ)φώνου.
Πιστός στρατιώτης του στίχου.
Της χαράς και του πόνου.
Και πήρα χαρτί και μολύβι.
Και έγραφα.
Και έκλαιγα.
Και έφευγα.
Και ένιωθα ξένος μέσα μου
και δεν μπορούσα να το τελειώσω
και ήμουν λυπημένος.
Μέχρι που άκουσα τον Ορφέα,
να τραγουδά με τη δική του τη φωνή, το φέυγω του,
και να μου λέει,
η μέρα ετούτη που θα μπει,
θα σε γλυτώσει από κεί που ήσουνα ξένος.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-05-2008