Νόστος γ

Δημιουργός: Ιππαρχος, Δημήτρης

Το αφιερώνω σε όλους όσοι δημοσίευσαν έργα τους σήμερα και με έκαναν να αποφασίσω να το ανεβάσω τώρα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Καθώς συνήλθε βρέθηκε στην άμμο
τον ξύπνησε του κύματος το χάδι
προσπάθησε να σηκωθεί από χάμω
μπροστά το χέρι έχοντας σκιάδι
μα έπεσε και πάλι ζαλισμένος
αυτός που γύρισε απ’ τον Άδη
από τη δίψα νιώθει νικημένος
με μόνο φίλο τώρα πια το κύμα
που μέχρι χθες τον χτύπαγε με μένος.
Μες στο μυαλό του τώρα παίρνουν σχήμα
τα τρομερά της νύχτας γεγονότα:
Τρεις μέρες συνεχώς φυσούσε πρίμα
και της πατρίδας φάνηκαν τα φώτα
«νενίκηκά σε» είπε «Ποσειδώνα
βρίσκομαι πια στου γυρισμού τη ρότα
για δέκα χρόνια ήμουν στον αγώνα
να ξεπερνάω τα εμπόδιά σου
η δόξα μου θα λάμπει στον αιώνα
εγώ θνητός μα νίκησα το θέλημά σου»
Φωνή αντήχησε από το βάθος:
«Εσύ που κρύβεις πάντα τ’ όνομά σου
τυφλός, οδηγημένος από πάθος
νομίζεις έχεις φτάσει στο νησί σου.
Πολλοί αυτοί που έκαναν το λάθος
να θέλουν τους θεούς να καταργήσουν
και πόσο τώρα το ‘χουν μετανιώσει!
Χαμένοι στα σκοτάδια της αβύσσου
ας είχαν πρώτα τη στερνή τους γνώση
τους λείπουνε οι ύβρεις και οι στόμφοι
ζητούν απ’ το θεό να τους λυτρώσει»
Υψώθηκαν τα κύματα σα λόφοι
και σήκωσαν το πλοίο στον αέρα
χαθήκαν από μπρος του οι συντρόφοι
δεν ήτανε γραφτό να δουν τη μέρα.
Στο πλοίο τώρα πια αυτός μονάχος
δε νιώθει όμως στην ψυχή φοβέρα
του γυρισμού του έφυγε το άγχος
και μόνη σκέψη του να επιβιώσει.
Ποτέ κανένας άλλος μονομάχος
δεν είχε πεθυμιά να ζήσει τόση
και ούτε λύσσα κυνηγός κανένας
το θύμα του να θέλει να σκοτώσει
Στο κέντρο της υδάτινης αρένας
αγώνας εκτυλίσσεται μεγάλος
μικρός αδύναμος θνητός ο ένας
δεινός πανίσχυρος θεός ο άλλος
με μίσος κοιταζόντουσαν στα μάτια,
κλυδώνισε το πλοίο μέγας σάλος
και χίλια δυο το έκανε κομμάτια.
Ημέρεψε η οργή του Αθανάτου
και γύρισε στα θεϊκά παλάτια.
Στο έλεος ο άλλος του θανάτου
αφέθηκε στ’ανέμου τις θελήσεις
στη λύσσα τη μεγάλη του κυμάτου
και έχασε στο τέλος τις αισθήσεις.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 31-05-2008