Η πιο ομορφη ιστορια

Δημιουργός: AndreasChristodoulou

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Όπως όταν σε μια μέρα χειμωνιάτικη μουντή
Περπατάς στους δρόμους σκυφτός
Σ’ένα τοπίο που το κρύβει η σιγή
Κι όλα είναι γκρίζα γύρω σου και μέσα σου βασιλεύει ο καυμός,

Και ξάφνου απορεμένος σηκώνεις τα μάτια
Σ’ένα κοπάδι περιστέρια που ψαλιδίζουν τον ουρανό
Ραίνοντας τον κόσμο με ψήγματα ελπίδας,ανοίγοντας σου μονοπάτια
Βεβαιότητας,πως κάπου ζεί το φώς και θα ξανάρθει φωτεινό

Κι όπως όταν σε καλοκαιριάτικο σούροπο πολύ ζεστό
Λίγο προτού αρχίσουν το μεθύσι τους οι αμέτρητες φωνές κάθε νυχτιά
Ένας γρύλλος μοναχικός παίρνει να δοκιμάσει τη φωνή του με καυμό
Κι απέ σιωπά ,κι όλα σιωπούνε και προσμένουν βλοσυρά

Όπως όταν σ’ένα νιόσπαρτο χωράφι κάποια αυγή
Λίγο το χώμα σκίζεται και σκάζει σιωπηλά
Λίγο ταράζεται ένας βώλος κάτι ν’αναστηθεί
Κι η λόγχη του πρώτου βλασταριού ξεθηκαρώνεται σιγά

Έτσι ξεκίνησε και η πιο όμορφη ιστορία
Κι αν δεν είχες μάτια για να δείς αν δεν είχες μια ολάνοιχτη καρδιά
Θε νάλεγες πως τίποτα δεν γίνηκε με λίγη ειρωνία
Κάπου κάτι γεννήθηκε ,κάτι ακούστηκε,κάποιο κοπάδι πέταξαν πουλιά

Αλλά ύστερα πήραν όλα να τρικυμίζουν
Κι ήταν σαν να κούρνιαζε η μπόρα,πρώτα κινά αβέβαιη μια βροντή
Χιλίαδες τηνε παίρνουν καταπόδι με τα λαρύγγια τους να χλιμιντρίζουν
Στραφτοκοπά ο ουρανός να γκρεμιστεί και σείεται η γής να ξεσκιστεί

Κι ήταν ακόμα σαν φρεγάδα για το μεγάλο ταξίδι οπου κινά
Που πρώτα αγάλι αγάλι ενα φτερό ανοίγει
Κι ύστερα το δευτερώνει,το τριτώνει ,το μέγα πέταγμα αρχινά
Καμαρωτή και δυνατή κι ωραία δρόμους και δρόμους ξετυλίγει

Έτσι ήταν και πήραν όλα να τρικυμίζουν
Οι σπόροι που χρόνια ησυχάζανε στο χώμα τινάξανε βλαστάρι
Τα κοιμισμένα τα νερά που είχαν γίνει βούρκος άρχισαν να ριπιδίζουν
Ριγήσανε κι αφρίσαν μεθυσμένα καί βρήκαν την παλιά τους χάρη

Αναταράχτηκαν τα πετρωμένα στήθια,καμπάνα το βήμα τους αχολογά
Λές και γευτήκαν της αγάπης τα θροίσματα
Ρουφήξανε τις αύρες της γουλιά γουλιά
Και γιόμισαν ανάσες,τραγούδια κι ανεμίσματα

Μα ήτανε πιο πολύ,όπως όταν κινάνε των ανθρώπων οι στρατοί
Που σηκώνουν στους ώμους τους βαριά της ιστορίας την κιβωτό
Που σηκώνουν σαν μπουκέτο στην αγκάλη τους μια νιογέννητη ζωή
Κι αφήνουν μιά βουή απ’τα σπλάχνα τους,σαν πλατυφτέρουγο αχό

Έτσι ήταν του πόθου τ’ όργιο που μ’έσερνε με ορμή
Δονούσε ο έρωτας μες στο μυαλό μου,Ολύμπιος σεισμός
Σ’όλα τα μέλη μου άστραφτε το ερωτικό μεθύσι κι η λάτρα σιωπηλή
Χιμούσαν μέσα μου τα μύρα και το τραγούδι μου..... άγριος ποταμός

Ετσι ήταν ναί ! Έτσι ήταν και πιά κανείς δεν μπόρειε να πεί
Πως κάποια φρεγάδα άνοιξε τα ολόλευκα φτερά της
Πως κάτι δεν γίνηκε ,κάπου βρόντηξε μια βροντή
Κάμπανισε στο χώμα κάποιο βήμα κι η ζωή ξανάβρε τη χαρά της .........


Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-06-2008