Τα πρώτα χρόνια της ξενιτιάς Νο 3

Δημιουργός: Ναταλία..., Ναταλία Μ

Την καλησπέρα μου στην στιχογειτονιά και καλή βδομάδα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Για να μην τα πολυλογώ όσα εργοστάσια είχε το Brunswick η Μαρία σε έξι μήνες τα εγνώρισε όλα δούλευε μια δυο βδομάδες και έφευγε μόλις το μαθένανε γιατί είχαν πολλούς χωριανούς και γνωστούς τα νέα κυκλοφορούσαν πολύ γρήγορα .
Η Μαρία το συζήτησε με τον άντρα της και αποφάσησαν να αγοράσουν μιά μηχανη για να δουλέυει η Μαρία στο σπίτι .
Αγόρασαν μια γαζοτική μηχανή και κάποια γνωστή την σύστησε σε έναν κυπραίο και άρχισε με κάτι φούστες πλισέ ήρθε ο Δημήτρης έτσι λέγανε τον άνθρωπο τις λέει σου έφερα 50 κομάτια να δοκιμάσεις
Η Μαρία άρχισε να δουλεύει της αρέσανε οι φούστες λέει στον Κώστα θα του πω να μου πουλήσει μια είναι πολύ ωραίες ο Κώστας της λέει θα τις μετρίσω και αν έχει καμιά παραπάνω να την πάρω.
Τις μέτρισε τρις φορες λέει 50 είναι να του πούμε να μας δώσει μία
Το βράδυ ήρθε ο Δημήτρης να πάρει την δουλειά και έφερε άλλη ρώτησε την Μαρία πόσες είναι οι φούστες αυτή του είπε 50 έτσι δεν είπες ;
Αυτός απαντάει όχι είναι 51 και τις μετράει μπροστά τους και ήταν 51 η Μαρία μέσα της ευχαριστούσε τον Θεό που τύφλωσε τον άντρα της και δεν έγινε ρεζίλι
Τον καλέσανε να καθίσει για καφέ και πάνω στη συζήτηση ο Δημήτρης είπε ότι έβαλε τη έχτρα φούστα για να δεί αν θα την πάρουν η Μαρία τότε του είπε την αλήθεια ότι θα την παίρναν τη φούστα γιατί της άρεσε και ότι τις έβρισκε ο Κώστας
Πιο λίγες και του είπε αν έχει περίσσεμα απο την παραγγελία ότι θέλει να αγοράσει μιά και αυτός της την έδωσε δώρο από τότε έγιναν φίλοι .
Μετά απ΄αυτόν γνώρισε και άλλους που έδιναν δουλειά στο σπίτι και δούλεύε πολλές ώρες αλλά έβγαζε πολλά λεφτά άρχιζεν έξι η ώρα το πρωί μέχρι τις τρίς το απόγευμα που έρχοντα τα παιδιά από το σχολείο μαγείρευε ο Κώστας τρώγανε
Και κοιμότανε λίγο μέχρι τις έξι το βράδυ και άρχιζε πάλι μέχρι τις δύο το πρωί
¨Οταν είδε ότι είχε δουλειά και έβγαζε αρκετά χρήματα πάλι μίλησε με τον άντρα της και αποφασήσανε μαζί να σταματήσους το επίδομα που τους έδινε η κυβέρνηση
Τότε πήγαν δηλώσανε ότι δουλευέι στο σπίτι έβγαλε και άδεια με το όνομα ΝΑΤΗΕΜΙ και αγόρασαν και μία όβερλοκ και τέλειωνε όλοκληρο το κομάτι και πληρωνότανε πιο καλά .
Όταν αγόρασαν και την δεύτερη μηχανή δεν είχαν τόπο στο σπίτι που νοικιάζανε και ο αδελφός του Κώστα τους παραχώρισε το γκαραζ και δουλέυανε εκεί έμαθε και ο κώστας λίγο την όβερλοκ και βοηθούσε και αυτός λίγο και δουλεύανε μαζί δουλέψανε κοντά έξι μήνες μαζέψανε τέσσερις χιλιάδες δολάρια και άρχισαν να κοιτάζουν για να αγοράσουν δικό τους σπίτι .
Μια μέρα εκει που δούλευαν ήρθε μια γυναίκα η Ντίνα δουλεύανε μαζί με τον Κώστα και έγιναν φίλοι και τους είπε ότι η γειτόνισσα της πουλούσε το σπίτι και αν θέλουνε να πάνε να του δούνε να το αγοράσουν για να είναι γειτόνοι
Πήγανε ο Κώστας με την Μαρία και την κόρη τους τη μεγάλη και τον αδελφό του Κώστα το είδανε το σπίτι η γυναίκα που το είχε ζητούσε 50,000 χιλιάδες ο Κώστας λέει στον αδελφό του να της πει 40,000 χιλιάδες ο αδελφός του του λέει εγώ ντρέπομαι να πώ 40,000 και έφυγε ο Κώστας λέει στη κόρη του πές κορίτσι μου εσύ ότι ο μπαμπάς μου σας δίνει 40,000 χιλιάδες το είπε η μικρή και αυτή τους είπε θα το σκεφτεί .
Η Μαρία πήγε στη τράπεζα και με τα λίγα αγκλικά ρώτησε πόσο δάνειο μπορούν να έχουν στις 4,000 χιλιάδες που είχαν ο τραπεζίτης της είπε 28,000 χιλιάδες .
Την άλλη μέρα πήγε και τους βρήκε ο ατζέντης και τους είπε ότι η γυναίκα τους έδινε το σπίτι για σαράντα χιλιάδες με τον όρο αν δεν τους δώσει η τράπεζα τα λεφτά να χάνουν τις 4,000 χιλιάδες το καπάρο που θα έδιναν ΄
Ο κώστας είπε ναι να υπογράψει η Μαρία όμως διαφονούσε και δεν υπέγραφε και άρχισαν το καυγά η Μαρία δεν ήθελε να χάσει και αυτά τα λίγα λεφτά φοβότανε .
Εκεί που τσακωνόντουσαν τους επισκέφτηκε ΄ενας χωριανός τους Ο Νησήφορος τους άκουσε που μαλλώναν και τους ρώτησε τι πάθανε
Ο Κώστας του εξήγησε τον λόγο και η Μαρία του είπε ότι ρώτησε στην τράπεζαν και μόνο 28,000 χιλιάδες τους δίνει δάνειο και 4,000 χιλιάδες μας κάναν 32,000
Μέχρι τις 40,000 μας λείπαν 8,000 χιλιάδες πολλά λεφτά για τα χρόνια εκείνα και έτσι θα χάνανε και τις 4,000 χιλιάδες το καπάρο γιαυτό δεν υπόγραφε .
Αλλά στην ζωή υπάρχουν ακόμα άγγελοι που κατεβαίνουν στη γη την ώρα που τους χρειάζεσαι ένα τέτοιο άγγελο τους έστηλε την ημέρα εκείνη ο καλός Θεός
Λέει ο Νησήφορος Υπόγραψε Μαρία και θα πάω εγώ στη τράπεζα έχω δύο σπίτια ξεχρεωμένα θα τα βάλω υποθήκη να σας δώσει τα λεφτά να μην χάσεται την ευκαιρία αφού σας άρεσε το σπίτι.
¨Ετσι και έγινε υπέγραψε και η Μαρία και πήγαν όλοι μαζί στον τρεπεζίτη ήταν ενας
Ηλικιωμένος άνθρωπος τον ρώτησαν αυτοί που ήξεραν πιο καλά τη γλώσσα πόσα λεφτα δικαιούντε τα παιδιά και τους είπε τα ίδια που είπε και στη Μαρία .
Του λέει ο Νησήφορος έχω εδώ τους τίτλους δύο σπιτιών και τους βάζω κάτω να δώσεις στα παιδιά όσα λεφτά χρειάζονται ο τραπεζίτης γύρισε στον Κώστα και του λέει.
¨Οταν έχει τέτοιους ανθρώπους για σένα άσε να σκέφτομαι εγώ για σένα και τους έδωσε το δάνειο.και δεν δέχτηκε την υποθήκη .
Και τα παιδιά πήραν το δικό τους σπίτι .

Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-08-2008