o κύριος Περπερίδης

Δημιουργός: silmariel

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ο κύριος Περπερίδης ντύθηκε και βγήκε. Δεν είχε συγκεκριμένο σκοπό αλλά η βροχή είχε σταματήσει και έπρεπε κάτι να κάνει ώστε να νιώσει τη διαφορά. Πήρε το ποδήλατο και για
μία ακόμη φορά ευχήθηκε να κυκλοφορούσαν στο εμπόριο περικνημίδες. Φοβόταν μη σπάσει
κανένα καλάμι. Κλασσικός μπουχέσας. Μέχρι και η χωρίστρα του ήταν λές και την έφτιαχνε
με το μοιρογνωμόνιο. Λοξή στις σαρανταπέντε μοίρες. Η ζωή του δεν είχε νόημα αλλά ο κύριος Περπερίδης δεν το ήξερε. Εκείνος ένιωθε απόλυτα ικανοποιημένος,ειδικά μετά από 'κείνο το αρμπιτράζ. Τώρα που το θυμήθηκε, ένιωσε μιά ξέφρενη χαρά. Θυμήθηκε επίσης οτι δεν το γιόρτασε τότε. Ποτέ δεν είναι αργά, σκέφτηκε, και έστριψε για το συνοικιακό κινέζικο εστιατόριο.
Παρήγγειλε γλυκόξινο. Τον εξυπηρέτησε μία εντυπωσιακή Αφροασιάτισσα με μάλλον χαλαρά δεμένο το κιμονό της. Μπορούσε να βλέπει το στήθος της κάθε φορά που έσκυβε για να τον σερβίρει. Και ήταν αρκετές αυτές οι φορές. Ένιωσε κολακευμένος. Ένας ακαταμάχητος πομποδέκτης. Αποφάσισε να την φλερτάρει. Ο τολμών νικά.
Πώς σε λένε;τη ρώτησε. Εδωκαιτωρατζού του είπε ντροπαλά. Παράξενο όνομα, της είπε.
Τον κοίταξε. Τα μάτια της είχαν την λάμψη του Ηριδανού. Αποφάσισε να της το πεί με την πρώτη ευκαιρία. Τί ώρα σχολάς; τη ρώτησε Θα μπορούσαμε να πάμε για ένα ποτό αν θες.
Καλύτερα σπίτι σου, του είπε εκείνη,μόνο να κάνω ένα τηλεφώνημα πρώτα,σε δέκα λεπτά σχολάω
περίμενέ με απ'έξω.
Την περίμενε και σε λίγο ξεκίνησαν μαζί για το σπίτι του. Εκείνη αναστέναζε χαμηλόφωνα σαν ερωτευμένη αγγίζοντας το ντεκολτέ της και εκείνος έσερνε το ποδήλατό του.
Εδώ είμαστε,πέρασε της είπε ευγενικά. Μπορώ να πάω λίγο στο μπάνιο σου; πρεπει να κάνω εκείνο το τηλεφωνο που σου είπα. Δεν πρόλαβα προηγουμένως και θα ανησυχούν στο σπίτι.
Πάρε απο εδώ,εγω θα πάω στην κουζίνα να ετοιμάσω τα ποτά,είπε εκείνος.
Δύο ποτά μετά βρισκόντουσαν στο σαλόνι με εκείνον να την κυνηγάει αμφίπλευστος με κατεβασμένο παντελόνι και εκείνη να τσιρίζει χαρούμενα.
Δύο στιγμές μετα κάτι Αφροασσιάτες μπούκαραν απο την μισάνοιχτη-μα πώς έγινε αυτό-πόρτα
τον ακινητοποίησαν φωνάζοντας το κλασσικό τα λεφτά σου ή τη ζωή σου ενώ η Εδωκαιτωρατζού
χαμογελούσε σατανικά. Όχι τα λεφτά μου σας παρακαλώ,φώναξε απελπισμένος,οπότε και η συμμορία πήρε ό,τι βρήκε,μαζί και το home-cinema .
Και έτσι τελείωσε η ζωή του κυρίου Περπερίδη πάνω που είχε αρχίσει να αποκτά κάποιο νόημα.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-08-2008