Ανάμεσα σε δυο γενιές

Δημιουργός: Αριάδνη20/08, Αθηνά

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center]Ποιος φόβος σου όπλισε το χέρι;
Πώς φτάσαμε ως εδώ;
Σε φώναξα ή με βρήκες;
Τώρα καταλαβαίνω. Ήθελες να με πείσεις
να φοβάμαι το σκοτάδι. Κι όσο αντιστεκόμουν,
τόσο έτρεμες το φως.
Μεγάλωνα, κι ένιωθα τις φτερούγες σου να κλείνουν
ασφυκτικά γύρω μου,
κάγκελα να με περικυκλώνουν, έναν κλοιό να σφίγγεται.
Κι όταν απέδρασα, βγήκα στη φυλακή.
Έμαθα να λέω ψέματα, να πατάω επί πτωμάτων,
να πουλάω την ψυχή μου για να αγοράζω άλλες,
έμαθα να κάνω τα πάντα για να επιβιώνω
-έτσι δεν ήθελες;- και στην πορεία...
έχασα τι; Έχασα ποιον;
Και τώρα που μεγάλωσα κάνω τα ίδια λάθη,
όχι γιατί δεν τα αναγνωρίζω ή κατανοώ,
αλλά γιατί φοβάμαι. Φοβάμαι να αλλάξω
κάτι μόνη μου, φοβάμαι τον κόσμο και αυτά που
μας έκανε, όλα όσα θα συμβούν ακόμη
και το μόνο μου μέλημα είναι να διδάξω την
ίδια επιβίωση.Τον στέλνω σε έναν πόλεμο.
Ας μην είναι αυτός, εκείνος που θα χαθεί.
Από μας ήρθε αυτός ο φόβος;
Έχει όνομα;
Είναι το δικό σου;
Είναι το δικό μου;[/align]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 04-09-2008