Λάθος κουδούνι

Δημιουργός: jenny

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

ΛΑΘΟΣ ΚΟΥΔΟΥΝΙ

ΕΥΓΕΝΙΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ


Η γιαγιά είναι 80 ετών. Στα νιάτα της ήταν αστέρι. Κοιτούσε άφοβα τον κόσμο. Τολμούσε. Με το όπλο στους ώμους ,στα βουνά της Ροδόπης ,έκανε ώρες πεζοπορία και δεν ίδρωνε. Ελαφροπατούσε τις κορφές των βουνών .Δεν την γονάτισε το κρύο και τα χιόνια, οι βροχές και οι κεραυνοί .Στο αντάρτικο πέρασε τα πιο δύσκολα χρόνια της νιότης της αλλά δεν πτοήθηκε. Άντεξε όλες τις κακουχίες. Πέρασε τα σύνορα. Έφτασε ,σαν πολιτικός πρόσφυγας, στην Ρουμανία. Παντρεύτηκε και έκανε παιδιά Έζησε ευτυχισμένη. Μετά γύρισε στην μάνα πατρίδα. Τώρα όταν τα θυμάται, όλα αυτά, λέει μέσα της ότι αν αύριο ήταν να ξαναρχίσει την ζωή της πάλι τα ίδια θα έκανε. Τις ίδιες αποφάσεις θα έπαιρνε. Με τους αντάρτες θα ήτανε! Με το ίδιο θάρρος και με την ίδια πίστη θα πολεμούσε για την Ελλάδα!
Η γειτόνισσα είναι μία καλή πενηντάρα. Ζουμερή και ναζιάρα. Χασομέρησα. Όλο το πρωί κοιμάται. Το μεσημέρι ξυπνάει. Ορεξάτη για ερωτικά παιχνίδια. Με το αζημίωτο δηλαδή. Πολλοί έχουνε περάσει το κατώφλι της και κανένας δεν έφυγε παραπονεμένος. Έδωσε όσο μπόρεσε και πήρε όσα ήθελε. Έτσι βγαίνει το νοίκι. Έτσι βγαίνουν και τα λούσα. Τα φίνα και τα ακριβά. Τα απαραίτητα για το παλιότερο επάγγελμα του κόσμου. Δεν κλαίγεται .Ο ένας πελάτης φέρνει τον άλλον και πάει λέγοντας. Κυρίως αλλοδαποί. Αυτοί δυσκολεύονται να βρουν αγοραίο έρωτα. Δεν θέλουν πολλά λόγια. Δεν ρωτάνε και πολλά. Δεν συζητάνε τις τιμές .Δίπλα τους έρχονται και μερικοί που δεν έχουν. Αυτή κρατάει χαρακτήρα. Δεν χαραμίζεται. Δεν τους χαρίζεται. Αυτοί που δεν έχουν περιμένουν κάτω στο αυτοκίνητο. Ρωτάνε τους πελάτες. Πως ήτανε; Ξέρει πολλά κόλπα η λεγάμενη; Αξίζει να δανειστούνε ;Για να την δοκιμάσουνε.
Στην ίδια πολυκατοικία μένουνε. Η γιαγιά και η παστρικιά. Η μία στο δεύτερο όροφο. Η άλλη στο τρίτο. Δεν γνωρίζονταν .Μέχρι εχθές. Που χτύπησε το κουδούνι. Η γιαγιά άνοιξε .Άφοβα. την πόρτα. Είδε έναν μαντραχαλά δύο μέτρα .Νέος και με άγριες διαθέσεις. Η γιαγιά τον κοίταξε στα μάτια. Τα δύο γαλανά της μάτια καρφώθηκαν στο αξύριστο σερνικό. Τι θέλετε; των ρώτησε ευγενικά.. Ο άλλος την ζύγισε καλά καλά και ψέλλισε κάτι στα ρώσικα. Η γιαγιά ατάραχη τον ξαναρώτησε. Ο νέος άντρας την κοίταξε νευρικός και είπε σε σπαστά ελληνικά εγκώ γκυνέκα θέλω. Η γιαγιά ,που είχε ακούσει τα κουτσομπολιά της πολυκατοικίας ,κατάλαβε. Του έκανε νόημα ότι πρέπει να πάει έναν όροφο πιο πάνω. Μετά έκλεισε την πόρτα και έβαλε τον σύρτη. Έβαλε και την αλυσίδα. Για καλό και για κακό. Ποτέ δεν ξέρεις. Αν θα ξανάρθει. Ο άλλος με άγριες διαθέσεις. Καλύτερα να προφυλάσσεσαι.. Και πήγε να κοιμηθεί. Ήταν αργά.
Την επομένη ημέρα την συνάντησε. Την κυρία του τρίτου ορόφου. Συνάμενη κουνάμενη Πήγαινε .Για ψώνια. Με αέρα μεγάλης κυρίας. Η γιαγιά την κοίταξε και την σταμάτησε. Της έδωσε .Ένα εξεζητημένο σλιπάκι και μία λεπτή αραχνοΰφαντη νυχτικιά .Το εσώρουχο ήταν ένα σκοινάκι με δύο μικροσκοπικά τριγωνικά δαντελένια κομματάκια . Που είχαν ταξιδέψει .Από το μπαλκόνι του τρίτου .Πάνω στα καθαρά σεντόνια .Του δεύτερου.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 03-10-2008