αχ, αχ, αχ

Δημιουργός: Η μπαλαμή απ το Κολωνάκι, Μαρί

και βαχ, μετά ήρθε η τραγωδία

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[B]Ανέβαινα την οδό Σκουφά και τότε άκουσα το μπαμ,
βγαίνω από το κάμπριο, τα γόνατα λυγίζουνε,
τα μάτια μου δακρύζουνε, με πιάνει μια θολούρα,
δεν ήτανε μαστούρα, ήτανε απ το δόντι το γυαλιστερό
του άντρα με το παντελόνι το καρό, ψελλίζω μια συγνώμη,
δεν κάνει τίποτις μωρή, που ξέρει το όνομα μου,
αναλογίζομαι ευθύς και βγάζω την ασφάλεια μου.
Τι να το κάνω το όνομα σου φωνάζει, εκτός από το ντάτσουν
όλη η καρότσα στάζει. Κοιτώ και βλέπω κόκκινο ζουμί,
τους σκότωσα αναφωνώ, στα χέρια του καρό λιποθυμώ.
Ξυπνώ σε ένα τσαντίρι από μια λάμψη φωτεινή, σαν αστραπή.
Δεν διακρίνω πρόσωπο, μονάχα μια καδένα δέκα πόντους πλάτος,
σε κάποιου το λαιμό, θεέ μου θα σκυλοπνιγεί, μονολογώ.
Είστε καλά μανδάμ, ακούω την τσιριχτή φωνή, λες και έρχεται
τρένο σφυρίζοντας απ την καδένα την χρυσή.
Τανάσης το όνομα μου, με τέλειωσες κερά μου.
Τι άρωμα είναι αυτό, τι κρέας έχει το κορμί σου μπαλαμό.
Σε θέλω, μου φωνάζει, γαμώ το ντάτσουν, τα καρπούζια, δεν πειράζει.
Εκεί επάνω στα κιλίμια, στα χαλιά, βρήκα τον έρωτα σε δάχτυλα λερά.
Ανέβηκα στον Όλυμπο, στη Πίνδο, στον Ψηλορείτη, με του Τανάση
τ άλογο χωρίς να ανοίξει μύτη. Για λεπτομέρειες πιπεράτες
ούτε να κάνω λόγο, φθάνει μονάχα να το σκεφθώ και ευθύς με βρίσκει πόνος.
Μία λιγούρα να το πω, ένα ρίγος δυνατό, μια ζέστη ανυπόφορη με πιάνει,
Τανάση σε παντρεύομαι στην εκκλησιά του Αϊ Γιάννη.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-10-2008