Βράδυ Σαββάτου

Δημιουργός: Ιππαρχος, Δημήτρης

Στην Τ. , το τελευταίο

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ήχησε το τηλέφωνο πένθιμα σαν καμπάνα
που αναγγέλλει στο χωριό την είδηση θανάτου
ήταν η ώρα δυόμιση το βράδυ ενός Σαββάτου
σαν τον τρελλό ξεχύθηκα να βρω βαλεριάνα

Μιλούσες ασυνάρτητα, με επιφωνήματα άκλιτα
αγώνας κάθε αναπνοή, γρήγορο καρδιοκτύπι
πιότερο κι απ’ τον έρωτα με έδεσε η λύπη
έτσι σ’ αγάπησα βαθιά πολύ και αμετάκλητα

Αγόγγυστα στο πλάι σου ακοίμητος ξενύχτησα
ήμουνα φράγμα ανίσχυρο στου ιδρώτα το ποτάμι
σαν νεογέννητο πουλί έτρεμε η παλάμη
καθώς τη μοίρα έψαχνα να δω όπως η γύφτισσα

Είδα της τύχης τη γραμμή ρηχή, να τρεμουλιάζει
διακεκομμένη, σύντομη εκείνη της ζωής
έκρυψα το βλέμμα μου τα μάτια να μη δεις
και είπα: «όλα καλά θα πάνε, μη σε νοιάζει»

Κι αποκοιμήθηκες εκεί μέσα στα δυο μου χέρια
λες και δεν είχες πυρετό, λες και δεν είχες ρίγη
όπως καμμιά φορά το σύννεφο απότομα ανοίγει
και φαίνεται ο ουρανός και λάμπουνε τ’ αστέρια

Κι έτσι μας βρήκε η αυγή αντάμα στο ντιβάνι
μόνο μια μέρα, έκτοτε μας συναντάει χώρια
κι έχω μια παρηγοριά στην τόση στεναχώρια
εσύ που είσαι ζωντανή ας έχω εγώ πεθάνει

Δημοσίευση στο stixoi.info: 06-12-2008