Μήπως με ξέρετε;

Δημιουργός: giannisanas

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Πήγα στην κουζίνα αμήχανος όπως πάντα απέναντι στα γεροντάκια
άπλωσαν μόνα τους τα χέρια μου σε μια εναγώνια ερώτηση
εκείνη ανταποκρίθηκε με τράβηξε και με φίλησε,
η μάνα έχει από καιρό ξεχάσει όλόκληρο το παιγνίδι της αξιοπρέπειας
όπως τουλάχιστον θαρρούν οι άνθρωποι, παραπατάει και ξεχνάει,
αλλά βρίσκει πάντα το κουράγιο ν' αγαπά
κι αυτό θα την κάνει αθάνατη,
ο γέρος έστιβε πορτοκάλια, θές; με ρ ώτησε
περιμένοντας να του πω όχι, ναί, έγνεψα
κι έπειτα σκέφτηκα πως αν μπορεί κι υποκρίνεται τόσο επιτυχημένα
θα του βγάλω το καπέλο πριν τον σκοτώσω.
Γύρισα απ΄την άλλη, το ρολόι χτυπούσε τρις και μια παλιά αγαπημένη
με 'ρωτησε: κατά τ' άλλα;, ποιά άλλα; αποκρίθηκα
βλέπετε είχα κι αυτό το συνήθειο ν' απαντάω σοβαρά στις τυπικές ερωτήσεις
όπως τι κάνεις;, χάλια, και να γελάω με τον εαυτό μου
φόρα παρτίδα μπρος στους άλλους χωρίς να με παρεξηγώ.
Είχανε βλέπεις τελέιώσει τα τρένα κι έπρεπε κάποιος
να σώσει αυτό τον μικρό μίσχο της μοσχομολόχας απ' την κατστροφή.
Ετσι έγειρα αλλόκοτος το βράδυ σ' ένα ξέφρενο ποδοβολητό αλόγων
που περνούσε απ' το παράθυρό μου.
Κοίτα να δείς! σκέφτηκα μ' επισκέπτονται ακόμη οι ήχοι των παιδικών διηγημάτων
Δεν ήθελα πολύ, κοιμήθηκα αγκαλιά με τη τύψη.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-02-2009