Στα δυο αδέλφια Βασίλη και Αργύρω

Δημιουργός: Kυπριωτης

Ήταν δυο μικροί μαθητές που τους παράσυρε ένας ασυνείδητος με τη μοτοσυκλέττα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Οι άδειες στιγμές ψιθυρίζουν το μεγάλο γιατί
λίγα μέτρα πιο κείθε δεν άντεξε ο χρόνος
κόπηκαν οι ανάσες
ματώθηκαν οι ώρες
απόρησαν τα μάτια
βούλιαξε στη σιωπή κάθε λέξη
χώθηκε στις τσέπες τ΄ ουρανού ο ήλιος
ο ήχος του καϋμού κρεμάστηκε στα μάγουλα
Τούτος ο χρόνος πληγώθηκε θανάσιμα.
Σφίξανε τη γροθιά τους οι εργάτες.
Πετάξανε τη σχολική τη τσάντα οι μαθητάδες.
Τραβήξαν τα μαλλιά τους οι μανάδες.
Τόση ζωή σκορπισμένη σαν στάχτη αποτσίγαρου
τόση νειότη πεταμένη στο κρύο πεζοδρόμιο
δυό τριαντάφυλλα μπουμπουκιασμένα
που δεν θ ανθίσουνε ποτές
το τραπέζι ακόμα στρωμένο προσμένει
τ΄αδερφικά πειράγματα
το σπίτι ανυπομονεί ν΄ανθίσουνε τα όνειρα
να γιορτάσει ξανά σαν προχτές τα γενέθλια

τα φύλλα της λεύκης μουρμουρήσαν τη μεγάλη συμφορά
καθώς ο αγέρας ψηλάφισε
το κουδούνι του σχολείου που μάτωσε.
Τα τραγούδια δε θα μεγαλώσουν ποτέ
τα πνίξανε οι τσουκνίθες της μιζέριας μας
μα κάθε που θα βγαίνουν τα κυκλάμινα
τα πρώτα δυό θ΄ανθίζουνε για σας
για τις μικρές απορημένες γυάλινες ματιές σας
και το ροδαλί το μάγουλο σας
για κείνο το τελευταίο αδερφικό σκόλασμα
π΄ αντάμα περπατήσετε
ζωγραφίζοντας μια ολόκληρη ζωή
που κόπηκε στη στροφή τα απομεσήμερου.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 26-02-2009