Αγαπώντας μια πριγκίπισσα

Δημιουργός: Hliatoras, Παναγιώτης Σολακίδης

Η αποκορύφωση της απαισιοδοξίας στα "Δυτικά του έρωτα" με αυτό το ποίημα κλείνει ο πρώτος μεγάλος κύκλος της ποιητικής μου συλλογής. Είναι μεγάλο και πιθανώς βαρετό να το διαβάσετε αλλα να είστε σίγουροι οτι αξίζει!!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Στο μπαλκόνι της καρδιάς μου ήσουν μια φορά,
με φόρεμα λευκό, χιονοστολισμένο
με ροδοπέταλα χρυσά, να ανεμίζουν στον αέρα διασκορπίζοντας σκόνη χρυσή.
Του ονείρου το κλειδί, του παραδείσου το φυλακτό.
Μέσα από τα μάτια σου αντανακλάται
στην ασημόλευκη των κύκνων όμορφη λίμνη
η μοίρα του κόσμου.
Ακτινοβολείται μέσα από τα μάτια σου η ευτυχία του παραδείσου
χαρίζοντας στον οποιοδήποτε την αιώνια γαλήνη.
Μου έρχονται τόσα να πω όταν μιλώ για σένα
που βγαίνουν τριαντάφυλλα απ’ το στόμα μου
και μου είναι δύσκολο να σου περιγράψω αυτά που νιώθω.
Ανθίζει το περιβόλι της καρδιάς μου και
και γίνεται ακόμα πιο ασύγκριτη η μορφή σου.
Αποχαυνωμένος, ασάλευτος μέσα στο πέρασμα των αιώνων
κάθομαι στο παγκάκι του έρωτα για να σε κοιτάζω
να σκορπάς στον άνεμο της αβύσσου
τα ατέρμονα όνειρα της ψυχής μου.
Ρόδο αμάραντο της καρδιάς μου
γεμίζεις το μυαλό μου με το παραλυτικό άρωμα του έρωτά σου.
Πετάν ψηλά τα πράσινα πουλιά του παραδείσου
σκίζοντας με τις μακριές φτερούγες τους τα όνειρά μου
σκορπίζοντας παντού μέσα στο τίποτα της αβύσσου
το άρωμα του έρωτά σου.
Και έγινα ένα σάπιο από τη βροχή απρόσωπο, ανέκφραστο άγαλμα,
χωρίς καρδιά, χωρίς ψυχή, χωρίς μυαλό.
Και έψαξα παντού να τη βρω μέσα στις κρυφές γωνιές της αβύσσου,
μα βρήκα μόνο ανεμώνες βαριές σαν σίδερα
και λουλούδια άχρωμα, νεκρά δίχως πέταλα ούτε άρωμα
και φρούτα δίχως γεύση, ποτάμια χωρίς νερό
πουλιά δίχως φτερά,
ανθρώπους δίχως έρωτα, ζωές δίχως νόημα.
Ανακάλυψα τη πολιτεία της νύχτας που μόνο εγώ μπορούσα να τη δω.
Με ανθρωπάκια μικρά σα νάνους,
όπως και η καρδιά τους.
Θόλωσε η εικόνα σου,
ξεμακραίνεις και χάνεσαι, χάνεσαι.
Έψαξα να σε βρω παντού
μα δεν ήσουν πουθενά μες της αβύσσου το νησί.
Δάκρυσα και έπεσε βροχή από το πρόσωπό μου
στο μαύρο πρόσωπο της αλήθειας.
Ήταν η ώρα που σήμαινε ξανά στο μαύρο ρολόι της ψυχής μου.
Παρακάλεσα τον ήλιο να αργήσει να ξημερώσει,
ήθελα να μείνω μόνος μέσα στη νύχτα της ψυχής μου.
Μόνος μέσα στη χώρα της μοναξιάς σε μια πολιτεία των μόνων.
Μα από τα δάκρυα νέα γη ετοιμάζεται
για να επιστρέψεις εκεί με κρίνα και περιστέρια.
Εσύ, το κορίτσι που αγάπησα,
το κορίτσι που σημάδεψε τα όνειρά μου,
το κορίτσι που έγραψε με γράμματα χρυσά το όνομά του
στο σκοτεινό βασίλειο της ψυχής μου,
το κορίτσι που τραγουδά αδιάκοπα στην αγκαλιά του ήλιου.
Ο δικός μου άγγελος.
Μα πέρασε ο καιρός και τα όνειρά μου λησμονήθηκαν,
κουράστηκα να παλεύω για τον έρωτά σου.
Μόνο η βροχή πέφτει τώρα πια
συλλαβίζοντας δειλά-δειλά το όνομά σου.
Τινάχτηκαν στον αέρα τα γαλάζια όνειρά μου
βυθίστηκε ο ήλιος στης μαύρης θάλασσας το βυθό.
Έρωτες μιας χρήσεως ήρθαν και πέταξαν σαν πουλιά
αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια
άθικτα, αξέχαστα στην Ιστορία.
Μου χάρισες μια περίοδο ευτυχίας
στην οποία δε μπορούσα να δω τίποτε άλλο εκτός από αγάπη και καλοσύνη.
Φεύγω έχοντας γράψει βαθειά μέσα στην καρδιά μου
το αιώνια καρδιοσυλλαβισμένο όνομά σου.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-03-2009